ΤΟ ΒΙΛΑΕΤΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΤΟΥ Μετά τη νέα κατάκτηση του Μοριά από τους Τούρκους (1715), η διοικητική διαίρεση παρέμεινε περίπου η ίδια με των Βεν...
ΤΟ ΒΙΛΑΕΤΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΤΟΥ
Μετά τη νέα κατάκτηση του Μοριά από τους Τούρκους (1715), η διοικητική διαίρεση παρέμεινε περίπου η ίδια με των Βενετσιάνων.
Μετά τη νέα κατάκτηση του Μοριά από τους Τούρκους (1715), η διοικητική διαίρεση παρέμεινε περίπου η ίδια με των Βενετσιάνων.
Στην περιοχή όμως της σημερινής επαρχίας Κυνουρίας, βρίσκεται το βιλαέτι του Αγίου Πέτρου, ενώ η Τσακωνιά φαίνεται να υπαγόταν στο βιλαέτι αυτό μέχρι το 1819. Τότε έγινε διχοτόμηση του βιλαετιού και προήλθαν το βιλαέτι του Αγίου Πέτρου και το βιλαέτι του Πραστού, γειτονικό και νότια του πρώτου.
Τούτο το βιλαέτι του Πραστού θα περιλάμβανε κυρίως τα τρία χωριά: τον Πραστό, την Καστάνιτσα και τη Σίταινα αλλά και τα Καλύβια του Αγίου Ανδρέα, το ναυτικό σταθμό του Τυρού κι όλους τους άλλους παράλιους οικισμούς, που μερικοί δεν είχαν διαμορφώσει ακόμα τα ονόματα τους, κι έφτανε μέχρι το Λεωνίδιο.
Στο βιλαέτι του Πραστού δεν κατοικούσαν Τούρκοι (ή ίσως λίγοι σε διάφορες περιόδους και εποχές), γιατί και πολλά αποδοτικά τσιφλίκια δεν υπήρχαν και γιατί η φορολογία των ραγιάδων γινόταν από τους κοτζαμπάσηδες και προεστούς. Μόνο ο Τούρκος κατής (καδής-kadi) περνούσε ή και διέμενε εκεί, για να εκδικάζει τις διαφορές του καζά, δηλαδή της δικαστικής περιοχής του Πραστού.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας οι Τσάκωνες μετανάστευαν στην Πόλη, εμπορεύονταν εκεί και είχαν κατορθώσει να πάρουν από τον σουλτάνο το προνόμιο του βουτύρου. Το μετέφεραν από τη Ρωσία, την Κριμαία και το πουλούσαν στις χώρες που εξουσίαζαν οι Οθωμανοί. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Deffner, Γερμανός νεοελληνιστής, αρχαιολόγος, περιηγητής, οι Τσάκωνες διέσχισαν το Δούναβη, αγόρασαν ένα αλατωρυχείο κοντά στα σύνορα Βαβαρίας και Αυστρίας και εμπορεύτηκαν αλάτι, που μετέφεραν από το Δούναβη στην Κων/πoλη, από όπου προμηθεύονταν μέλι, το οποίο επίσης πουλούσαν. Ήταν δαιμόνιοι στο εμπόριο οι Τσάκωνες. Ακόμα και οικισμό ίδρυσαν κοντά στο αλατωρυχείο που το ονόμασαν ZAKONISHEIM. Πλούτιζαν οι Τσάκωνες στο εξωτερικό, αλλά δεν ξεχνούσαν. Γύριζαν στην πατρίδα τους, τον Πραστό και εκεί έχτιζαν ναούς (ναός των Ταξιαρχών το 1732), πύργους(ο Γεώργιος Σαραντάρης ανήγειρε έναν με το γυναικάδελφό του Γεώργιο Μερίκα το 1722), μεγάλα σπίτια, ξενώνα και υδραγωγείο.
Πολλοί κάτοικοι του Πραστού, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, πήγαν στην Κων/πoλη και σε άλλα κέντρα του εξωτερικού και ιδρύοντας εμπορικές επιχειρήσεις και οίκους εμπορεύονταν. Είχαν δικά τους καράβια και μετέφεραν εμπορεύματα.
Ο Πραστός ήταν τόσο πλούσιος, ώστε δικαιολογείται η λαϊκή ρήση: "Η Πόλη κάνει τ' άσπρα και ο Πραστός τα κάνει πάστρα.
ΤΑ ΟΡΛΩΦΙΚΑ (1769-1770)
Το 1762 στο θρόνο της Ρωσίας ανέβηκε η Αικατερίνη Β΄, που, ακολουθώντας την πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, δεν απέβλεπε μόνο στη ρωσική εξάπλωση στον Εύξεινο Πόντο και στις Βαλκανικές χώρες, αλλά και στην κατάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος κηρύχτηκε το φθινόπωρο του 1768 αναπτερώνοντας τις ελπίδες των Ελλήνων, που είχαν προετοιμαστεί για εξέγερση από τους απεσταλμένους της Αικατερίνης στην Ελλάδα. Ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης, από το 1763 έως το 1766, επιδόθηκε στην προετοιμασία του απελευθερωτικού κινήματος. Ήρθε σε επαφή με τους αρματολούς και τους προκρίτους της Ακαρνανίας και στην Πελοπόννησο εξασφάλισε τη συμμετοχή των Μανιατών, των προκρίτων και μητροπολιτών άλλων περιοχών, που υποσχέθηκαν ότι, μόλις εμφανιζόταν ρωσική δύναμη, θα άρχιζε η επανάσταση.
Ο Παπάζωλης ξαναγύρισε στη Ρωσία, για να ενημερώσει την αυτοκράτειρα, και στα μέσα του 1769, τρεις μοίρες ρωσικού στόλου ξεκινούσαν για τις ελληνικές θάλασσες.
Στο πολύμηνο ταξίδι τους από τη Βαλτική προς τη Μεσόγειο (η Μαύρη θάλασσα και τα Στενά ελέγχονταν από τους Τούρκους) οι απώλειες των ρωσικών πλοίων ήταν σοβαρές και μόνο λίγα, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλώφ, έφτασαν στην Πελοπόννησο, το Φεβρουάριο του 1770. Οι δύο λεγεώνες που συγκροτήθηκαν με πρόταση του προκρίτου της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη, σημείωσαν επιτυχίες τις πρώτες μέρες του Μαρτίου και η εξέγερση απλώθηκε στην Αχαΐα, στην Κορινθία, στη Γορτυνία και στην Τσακωνιά.
Επικεφαλής των επαναστατών Τσακώνων του Πραστού ήταν ο επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Νεκτάριος, ο προεστώς Γιαννάκης Γούλενος (ή Γούλελος),ο δάσκαλος Εμμανουήλ Τροχάνης και άγνωστο ποιοι άλλοι ακόμα.
Η συμμετοχή των τριών αυτών διακεκριμένων κατοίκων που αναφέρθηκαν αποδεικνύεται από τις διάφορες ιστορικές πηγές: Τον Γιαννάκη Γούλενο τον περιλαμβάνει ο προεστός του Αγίου Πέτρου και απομνημονευματογράφος Αναγνώστης Κοντάκης μεταξύ των επισήμων της επαρχίας Αγίου Πέτρου (εννοείται και Πραστού): "Ο Γιαννάκης ο Γούλενος από Πραστόν, ο οποίος ήταν ένας των ενεργησάντων την αποστασίαν κατά το 1769"
Ο επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Νεκτάριος είναι ένας από τους λίγους μυημένους στην Επανάσταση κληρικούς του Μοριά, οι οποίοι εκτεθήκανε υπέρ της ανταρσίας κι, επειδή δεν μπορούσαν να μείνουν στον τόπο, ύστερα από την αποτυχία των Ορλωφικών, κατέφυγαν στη Ρωσία.
Ο δάσκαλος Εμμανουήλ Τροχάνης, ενώ εξασκούσε το επάγγελμά του στον Πραστό, μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1770, έφυγε από την πατρίδα του και κατέφυγε στη Σίφνο, όπου δίδαξε μέχρι το 1785 στη σχολή του Αγίου Τάφου της Σίφνου. Τότε ξαναγύρισε στον Πραστό, όπου τον σημειώνει να βρίσκεται ο Γάλλος ελληνιστής Villoison,στα 1788, συνεχίζοντας το εκπαιδευτικό του έργο μέχρι το έτος 1801 περίπου.
Ο ΓΑΛΛΟΣ VILLOISON ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΣΑΚΩΝΙΑ (1788)
Στα 1788 πέρασε από το Μοριά ο Γάλλος ελληνιστής John Villoison, o οποίος έγραψε για την Τσακωνιά τα εξής:
"Των Τσακώνων που πολύ καθαρότερη, παρά αυτοί οι Μανιάτες, διατηρούν γλώσσα, τρεις υπάρχουν σήμερα μικρές πολιτείες, στους γεωγράφους μας και στους περιηγητές άγνωστες, ο Πραστός (Prasto-η ισχυρή παλιά πολιτεία Πρασιές-Prasiai), η Καστάνιτσα (Kastanitza) και η Σίτινα (Sitina)".
Από αυτές οι δύο πρώτες 400 περίπου σπίτια, η τρίτη δε 100 περιλαμβάνουν. Σε αυτές κοντά υπάρχουν μερικές κώμες, που λέγονται Πλάτανος, Κορακοβούνι, Αγιάννης (ή καθώς προφέρουν Αγιάννα), Άγιος Πέτρος, Καστρί κ.τ.λ.
Αυτοί σαν Ελβετοί της Ελλάδας κατοικούν, είναι καλοί, ευγενείς, ειλικρινείς, καρτερικοί στους πόνους, φιλαληθέστατοι και φιλοξενώτατοι, ρωμαλέοι, ζωηροί και σε 100 χρόνων ζωή φτάνουν, χωρίς αρρώστιες και γιατρούς. Εκ των οποίων όμως, ένας τώρα τελευταία εισέδυσε στον Πραστό, που είναι η πρωτεύουσα της Τσακωνιάς και στον οποίο βρίσκονται Έλληνες μοναχοί, κάποιος διδάσκαλος (των ελληνικών γραμμάτων και των πρώτων στοιχείων της αρχαίας γραμματικής) και μερικοί έμποροι, οι οποίοι ενίοτε στην Κων/πόλη τρέπονται εις την εμπορείαν.
Των Τσακώνων οι γυναίκες είναι ψηλές, όμορφες εύρωστες και υγιείς, μοναδικές σχεδόν στην Ελλάδα και ολόκληρη την Ανατολή, δεν μεταχειρίζονται τα εσωτερικά περιμήρια (ή εσώβρακα).
ΟΙ ΦΙΛΙΚΟΙ ΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΙΑΣ
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας, από τους εμπόρους: Νικόλαο Σκουφά, Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, με σκοπό να προετοιμάσει την επανάσταση των υπόδουλων Ελλήνων.
Από αυτή τη συνωμοτική επαναστατική οργάνωση- κίνηση δεν ήταν δυνατό να απουσιάζουν οι Τσάκωνες. Αυτό αποδεικνύει το παρακάτω απόσπασμα από το έπος της "Λάκαινας" του πρωτοπαπά του Πραστού και ύστερα του Λεωνιδίου, Θεόδωρου Οικονόμου (Κανικλέους):
"Πριν τρία έτη εις Πραστόν Λευΐτης τις αφίχθη
Πύρρος ο Διονύσιος κ` ευθέως κατηχήθη
ο Καραμάνος, Γούλελος, δύο κοτσαμπασίδαι,
προς δε ο Κώνστας του Χατζή και άλλοι ευπατρίδαι.
Εις Χίον πάλιν άλλος τις παρά του Αριστείδου,
άλλ`εις Κωνσταντινούπολη παρά του Σεκερίδου.
Έπειτα δε πεντήκοντα περίπου υπ` εκείνων,
ώστε το Λεωνίδιον το ήμισυ βαθέως
προ τρία έτη ήξερε το σύνθημα βεβαίως.
Διό και είχον προ καιρού υπόγεια γεμάτα
όπλα τε και πυρίτιδα και πριν τα συμβάντα
τα της Επαναστάσεως υπ` άλλων γνωρισθώσιν
εκείνοι ήσαν έτοιμοι ευθύς να κινηθώσιν" (στιχ. 552-565)
Ο Σπετσιώτης καραβοκύρης καπετάν Γεώργιος Πάνου, 40 χρονών τότε, αφού μυήθηκε από τον Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο στην Πόλη Παναγιώτη Σέκερη (τον γνωστό εκείνο "Χρυσοδωδέκατο" των αποστόλων της Φιλικής)αποφάσισε να μυήσει τους Πραστιώτες συνεταίρους του στις ναυτικές και εμπορικές επιχειρήσεις.
Στην Τσακωνιά ο καπετάν Γιώργης θα πήγαινε πολλές φορές, γιατί είχε οικονομικές σχέσεις με τους Πραστιώτες μεγαλοκεφαλαιούχους, με τους οποίους είχανε μαζί συνεταιρικά καράβια. Γι` αυτό είχε το θάρρος να μιλά μαζί τους για τη σκλαβωμένη πατρίδα και την απελευθέρωση της. Έτσι φαίνεται πως πρωτομίλησε στο σοφό δάσκαλο του Πραστού, τον Παν. Μίχα,που κάποτε είχε ταξιδέψει στις Σπέτσες.
Ο Γ. Πάνου είχε μυήσει πρωτύτερα στις Σπέτσες το συμπολίτη του δάσκαλο Βασίλειο Φατζιολάτη την 1 Οκτωβρίου 1818 και στις 26 Νοέμβριου 1819 μύησε τον άλλο δάσκαλο, τον Τσάκωνα Παναγιώτη Μίχα.
Τρεις μέρες αργότερα, μύησε τον Τσάκωνα γιατρό Γεωργάκη Παπαδόπουλο και στις 22 Μαΐου 1819 τον ιερέα Κυριακό στον Πραστό. Τέλος μύησε τον μεγαλοεφοπλιστή του καιρού του Κώνστα Χαντζή Παναγιώτου Πολίτου και αυτόν στον Πραστό την 1 Απριλίου του 1820.
Στο μεταξύ, έγινε η μύηση, στον Πραστό, στις 2 Ιανουαρίου του 1819, του Πραστιώτη εμπόρου Γεώργιου Μπουγά, από το γιατρό Γεώργιο Παπαδόπουλο, καθώς και του προκρίτου του Πραστού Γιαννούλη Καραμάνου άγνωστο από ποιόν, πιθανόν όμως από τον ίδιο Τσάκωνα γιατρό.
Ο Γιωργάκης Παπαδόπουλος, ο γιατρός, ανέπτυξε σημαντική δράση και μύησε και τον πρόκριτο του Αγίου Πέτρου της Κυνουρίας, τον Ιωάννη (Αναγνώστη) Κοντάκη, τον Ιανουάριο του 1819.Υστερα ο Κοντάκης μύησε τον Καστανιτσιώτη προεστό Νικόλαο Παλλαδά.
Μυήσεις Τσακώνων έγιναν κι άλλες, όπως του εμπόρου Γιάννη Καψαμπέλη από την Καστάνιτσα, των Πραστιωτών Ιωάννη Πέτρου, Ιωάννη Κων/νου Πολίτη και Ιωάννη Πετρουνάκη και άλλων, όμως δεν γνωρίζουμε από ποιους μυήθηκαν.
Έτσι ο κατάλογος των Τσακώνων Φιλικών καταρτίζεται με τους -μέχρι τώρα- γνωστούς ως εξής :
1. Παναγιώτης Μίχας, δάσκαλος, από τον Πραστό .
2. Γεωργάκης Παπαδόπουλος, γιατρός, από τον Πραστό.
3. Ιωάννης Κων/νου Πολίτης, ναυτικός, από τον Πραστό.
4. Γεωργάκης Μπουγάς, έμπορος, από τον Πραστό.
5. Κυριακός, ιερέας, από τον Πραστό.
6. Κώνστας Χατζή-Παναγιώτου Πολίτης από τον Πραστό
7. Γιάννης Καψαμπέλης, πραγματευτής, από την Καστάνιτσα.
8. Γιαννούλης Καραμάνος, πρόκριτος Πραστού
9. Νικόλαος Παλλαδάς, προεστός Καστάνιτσας
10. Ιωάννης Πέτρου, από το Λεωνίδιο
11. Ιωάννης Πετρουνάκης από το Λεωνίδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου, Θάνου Βαγενά, εκδ. Δαπάναις του Δήμου Λεωνιδίου, Αθήναι, 1971.
• Χρονικά των Τσακώνων, τόμος ΣΤ`(σελ. 73-74)
• Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, Βασίλη Σφυρόερα ΟΕΔΒ σελ. 125-126
• Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, Βασίλη Κρεμμυδά ΟΕΔΒ, τεύχος Β`, σελ.7
Πηγή:
ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΣΑΓΓΟΥΡΗ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Διαγωνισμός "Οι Νέοι στην Αρκαδία των Νέων Καιρών",
Σεπτ. 2003, Πανεπιστήμιο Πατρών