Η δημιουργία Η Φάμπρικα κατά την δεκαετία του '30 Στο Λεωνίδιο, πριν δημιουργηθεί η ΔΕΗ, λειτουργούσε εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, ...
Η δημιουργία
Η Φάμπρικα κατά την δεκαετία του '30 |
Το εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1924 από τον Απόστολο Κωστάκη (1874-1965). Άρχισε να λειτουργεί το 1925, όταν ελάχιστες πόλεις στην Ελλάδα είχαν ηλεκτρικό ρεύμα. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαν τότε τις λάμπες και τα λυχνάρια.
Στις αρχές του αιώνα ο Απόστολος μετανάστευσε στις ΗΠΑ, με το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, που υπήρχε το 1900-1920. Από την περιοχή μας εκατοντάδες ήταν οι μετανάστες, ταξιδεύοντας με πλοία, με ελάχιστα εφόδια, οι περισσότεροι χωρίς να γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή.
Ο Απόστολος παντρεύτηκε στις ΗΠΑ και απέκτησε 7 παιδιά: Θανάσης, Κλέαρχος, Θεόδωρος, Μαργαρίτα, Σπύρος, Μαρία, Μιλτιάδης. Πέθανε η γυναίκα του και ο Απόστολος ήλθε το 1920, με 6 από τα 7 παιδιά του και εγκαταστάθηκε στο Λεωνίδιο, το μεγαλύτερο παιδί ο Θανάσης έμεινε στην Αμερική. Ο Απόστολος παντρεύτηκε την Παγώνα, το γένος Σούλια, από τα Πούλιθρα και απέκτησε άλλα τρία παιδιά: Χρήστος (1924), Γιάννης (1927), Άννα (1929). Τα 6 παιδιά του, που είχε φέρει από τις ΗΠΑ, επέστρεφαν δύο-δύο στις ΗΠΑ, μέχρι το 1940 είχαν επιστρέψει όλα στον τόπο που γεννήθηκαν.
Ο Απόστολος δεν ήταν μόνο παραγωγικός αλλά και δραστήριος, πρωτοπόρος για την εποχή του. Ίδρυσε το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, που είχε επίσης αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο, που κινούνταν με ηλεκτρική ενέργεια, ο Απόστολος είχε την πλειοψηφία των μετοχών. Το εργοστάσιο εγκαταστάθηκε στη Φάμπρικα που ανήκε στην τότε κοινότητα Λεωνιδίου
Στο εργοστάσιο εργαζόταν, ως εμπειροτέχνης μηχανικός, ο Νικόλαος Μετζιτιάν. Τον Αύγουστο 1938 έγινε έκρηξη από υπερβολική ατμοσφαιρική πίεση στους κυλίνδρους του εργοστασίου. Κόπηκαν τα πόδια και πέθανε ο Νίκος Μετζιτιάν, πατέρας 4 παιδιών. Το εργοστάσιο επισκευάστηκε και λειτούργησε σε μερικούς μήνες.
Το 1940, πριν αρχίσει ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, ο Απόστολος πούλησε το εργοστάσιο αντί 900.000 δραχμών. Νέοι ιδιοκτήτες, με μερίδιο ένα τρίτο ο καθένας, ήταν ο Ηλίας Σιώρας, ο γιος του Μανώλης και ο Θόδωρος Κοντολέων (Μέμος), γιός της δεύτερης γυναίκας του Ηλία Σιώρα.
Στο εργοστάσιο εργάζονταν ο Παναγιώτης Σαπουνάκης και ο Θανάσης Μετζιτιάν, γιος του αδικοχαμένου Νίκου, ο οποίος αργότερα άλλαξε το επώνυμό του σε Νικολάου.
Όταν ξέσπασε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος τον Οκτώβρη του 1940, τα χρήματα έχασαν την αξία τους, μεγάλη μερίδα του πληθυσμού υποσιτιζόταν. Ο Απόστολος, δεν πρόλαβε να χαρεί τα χρήματα που πήρε. Άρχισε ο αγώνας της επιβίωσης, με το γιο του Γιάννη πήγαν στη Βαμβακού , φόρτωσαν το γάιδαρο που είχαν, ένα φορτίο στάρι και καλαμπόκι, πλήρωσαν αρκετές χιλιάδες δραχμές και επέστρεψαν πεζοπορώντας στο Λεωνίδιο.
Η ανατίναξη
Το 1945 τέλειωσε ο πόλεμος, με ήττα της Γερμανίας και των συνεργατών της, το 1946 η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ανώμαλη με παρακρατικές οργανώσεις, φυλακές, εξορίες, δολοφονίες αγωνιστών της εθνικής αντίστασης.
Στις 31 Μαρτίου έγιναν εκλογές, στις οποίες δεν έλαβε μέρος το κομμουνιστικό κόμμα, που είχε ηγηθεί στην αντίσταση ενάντια στην ξένη κατοχή. Άρχισε ο εμφύλιος που τέλειωσε τον Αύγουστο 1949 με ήττα του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣ). Όλο αυτό το διάστημα το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής λειτουργούσε κανονικά.
Το 1948 ο εμφύλιος ήταν σε πλήρη ανάπτυξη, ο Δημοκρατικός Στρατός έλεγχε τα τρία τέταρτα της Πελοποννήσου. Το Λεωνίδιο υπερασπίζονταν η χωροφυλακή, ένας λόχος του Κυβερνητικού Στρατού (ΚΣ) και ο λόχος «Κομάντο», που είχε δημιουργηθεί από επιστρατευμένους νέους της περιοχής, με αξιωματικούς τους ντόπιους Γιώργο Σακελαρίου και Γιάννη Ρουσάλη.
Αρχές Οκτωβρίου 1948 η διοίκηση του ΔΣ στον Πάρνωνα αποφάσισε να γίνει ανατίναξη της «Ηλεκτρικής», έτσι λεγόταν το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής. Αυτό γινόταν για εκφοβισμό και αποδιάρθρωση του αστικού κράτους. Με τον ίδιο τρόπο είχαν κάψει και το κτίριο της Εφορίας στους Μολάους.
Για το έργο της ανατίναξης δόθηκε εντολή στην ομάδα των ελεύθερων σκοπευτών, που ήταν 10-15 αντάρτες του ΔΣ, στην ομάδα μετείχε και ο Γιάννης Σούντας (1923) από τον Άγιο Βασίλη. Ο υπολοχαγός του ΔΣ, Χρήστος Αγλαμίσης, από τον Κοσμά, προμήθευσε την ομάδα με δύο νάρκες.
Το βράδυ στις 11 Οκτωβρίου 1948, οι ελεύθεροι σκοπευτές ήλθαν όλοι με άλογα, από το δρόμο Έλωνας-Λεωνίδιο, άφησαν τα άλογα με ένα σκοπό, σε ένα κτήμα πριν φτάσουν στο Λεωνίδιο, πέρασαν το Δαφνώνα και από το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου ήλθαν στο Κοίλασο.
Κατά διαστήματα άφηναν σκοπούς, για λόγους ασφαλείας της ομάδας. Τέσσεροι αντάρτες έφτασαν στη γέφυρα, κοντά στο σπίτι του Γερακίτη. Στην άλλη άκρη της γέφυρας ήταν φυλάκιο του ΚΣ. ΟΙ 4 αντάρτες ήταν οι: Γιάννης Σούντας, Παναγιώτη Κολοβός από τη Σπάρτη, Αντώνης Σαμαρτζής από το Παλιοχώρι και Γιάννης Περδικάρης από το Στόλο.
Ο Π. Κολοβός έμεινε κοντά στη γέφυρα, είχε ένα αυτόματο όπλο για να αντιμετωπίσει το σκοπό στρατιώτη που ήταν στην άλλη άκρη της γέφυρας. Οι άλλοι τρεις πέρασαν, ξυπόλητοι, με μεγάλη προσοχή το Δαφνώνα, περπατώντας δίπλα από τη γέφυρα και έφτασαν απέναντι, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Εκτός από το φυλάκιο του στρατού , που ήταν στη γέφυρα, το προσωπικό του εργοστασίου φύλαγε, με βάρδιες, κάθε βράδυ. Εκείνο το βράδυ στη βάρδια ήταν ο Μανώλης Σιώρας, έκανε βόλτες μεταξύ εργοστασίου και γέφυρας. Ξαφνικά ο Ι. Σούντας του πρότεινε το αυτόματο και του είπε να μη μιλήσει, αλλιώς κινδυνεύει η ζωή του.
Ο Μανώλης τον αναγνώρισε, διότι ο Ι. Σούντας στις αρχές του 1948 είχε φύγει από το ΔΣ Πελοποννήσου, παρουσιάστηκε στις αρχές Λεωνιδίου, επισκεπτόταν συχνά το εργοστάσιο και έμενε στο σπίτι του Καττή (Κουλού), που είχε πάρει γυναίκα από τον Άγιο Βασίλη. Μετά από λίγο διάστημα ο Ι. Σούντας επέστρεψε στο ΔΣ και εντάχθηκε στην ομάδα των ελεύθερων σκοπευτών, χωρίς να του δώσουν όπλο.
Ο Μανώλης για να τους παραπλανήσει, τους είπε ότι μέσα στο εργοστάσιο φυλάνε σκοπιά. Οι Ι. Περδικάρης και ο Α. Σαμαρτζής, που κρατούσαν από μια νάρκα, μπήκαν στο εργοστάσιο, δεν συνάντησαν κανέναν, έβαλαν τις νάρκες, άναψαν τα φυτίλια και βγήκαν έξω. Είπαν του Μανώλη να κρυφτεί για να μην τραυματιστεί.
Μόλις έγινε η έκριξη, οι τρεις αντάρτες πέρασαν γρήγορα το Δαφνώνα. Όσο να συνέλθει ο σκοπός στο φυλάκιο της γέφυρας, από τον τρομερό θόρυβο, εκείνοι πρόλαβαν και πέρασαν απέναντι, η δουλειά τους είχε τελειώσει. Το ίδιο βράδυ οι αρχές κράτησαν για ανάκριση το Μανώλη Σιώρα. Από τη φοβερή έκρηξη δεν υπήρξε κανένας τραυματισμός.
Ο Ι. Σούντας και ο Α. Σαμαρτζής, στην επιστροφή, για λόγους ασφαλείας ή από κακή συνεννόηση, δεν πήγαν μαζί με τους άλλους αντάρτες στον Άγιο Γιώργη. Ανέβηκαν στο βουνό προς τον εκκλησάκι του προφήτη Ηλία και έφτασαν στο Μερόχωρο. Εκεί είχαν τα γιδοπρόβατά τους ο Νικόλας Βλάμης και άλλοι τσοπάνηδες.
Ο Φίλιππας Βλάμης, γιός του Νικόλα, 16χρονο παιδί κοιμόταν, τον ξύπνησε κατά τις 3-4 το πρωί ο Α. Σαμαρτζής και του ζήτησε να τους δείξει το δρόμο προς το μοναστήρι της Σίντζας. Ο Ι. Σούντας και Α. Σαμαρτζής κατέβηκαν στο Μοναστήρι και έφτασαν στον Άγιο Γιώργη. Συνάντησαν τους άλλους αντάρτες στο μέρος που είχαν αφήσει τα άλογα και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Το τέλος της Ηλεκτρικής
Υπήρχαν δύο μηχανές παραγωγής ρεύματος, η μία δεν λειτουργούσε και είχαν στείλει ορισμένα ανταλλακτικά στην Αθήνα για επισκευή. Η άλλη που λειτουργούσε καταστράφηκε. Επίσης έπιασε φωτιά ο αλευρόμυλος και κατέρρευσε η κεραμοσκεπή από την έκριξη.
Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου 1948, είχαν γίνει όλες οι επισκευές της οροφής και της άλλης μηχανής και το εργοστάσιο λειτούργησε κανονικά. Το εργοστάσιο δεν ήταν ασφαλισμένο για να αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες.
Η ΔΕΗ, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1950, ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις παροχής ρεύματος στο Λεωνίδιο από το 1961. Το 1967 έκλεισε το εργοστάσιο και οι Μανώλης Σιώρας, Παναγιώτης Σαπουνάκης και Θανάσης Μετζιτιάν-Νικολάου έγιναν υπάλληλοι της ΔΕΗ.
Η τύχη των επαναστατών
Το Δεκέμβρη του 1948, άρχισαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κυβερνητικού Στρατού, είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Μερικές ώρες πριν ξημερώσει, στις 21 του Γενάρη 1949, η διοίκηση των ανταρτών, με 700-800 αντάρτες, επιτέθηκε για να καταλάβει τη φρουρά του Λεωνιδίου. Έγινε 6-ωρη μάχη και οι αντάρτες έφτασαν μέχρι την εκκλησία των ταξιαρχών.
Είχε ξημερώσει και οι αντάρτες πήραν εντολή να οπισθοχωρήσουν, ένα μέρος έφτασε στον Άγιο Βασίλη, ένα άλλο στο Παλιοχώρι και το τρίτο στον Κοσμά. Δύο τάγματα ΛΟΚ βρίσκονταν στη Βαμβακού και τις βραδινές ώρες πήραν εντολή να πάνε στον Άγιο Βασίλη.
Έφτασαν στον Άγιο Βασίλη στις 2-3 μετά τα μεσάνυχτα, στις 22 του Γενάρη, και περικύκλωσαν τον Άγιο Βασίλη, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, δεν είχε πάει στη βάρδια της η νυκτερινή σκοπιά των ανταρτών. Ακολούθησε τις πρωϊνές ώρες σύντομη μάχη και οι αντάρτες είχαν 70 περίπου θύματα.
Από τον Απρίλη 1949, όσοι αντάρτες είχαν απομείνει χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, για λόγους ασφαλείας και επιβίωσης. Ο Α. Σαμαρτζής βρισκόταν στο Μερόχωρο και τον τροφοδοτούσαν οι τσοπάνηδες. Δεν ήθελε να παραδοθεί στο στρατό, φοβόταν ότι θα τον εκτελέσουν.
Το πληροφορήθηκαν οι ΜΑΥδες (ΜΑΥ: Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) στο Λεωνίδιο, έστησαν ενέδρα και δολοφόνησαν τον Α. Σαμαρτζή, στις 29 του Μάη 1949, ήταν τότε 22 ετών. Τον έφεραν στο Λεωνίδιο σε μια σκάλα και τον έθαψαν δίπλα στο Δαφνώνα, αρνήθηκαν να τον θάψουν στο νεκροταφείο ως εθνικά επιλήψιμο.
Ο Α. Σαμαρτζής ήταν μέλος πολυμελούς οικογένειας, η Βενέτα Πρασώτη, το γένος Σαμαρτζή, συγγενής τους, που είχε παντρευτεί στο Λεωνίδιο, φρόντισε και έβαλε τα κόκκαλά του στο οικογενειακό της κενοτάφιο στο νεκροταφείο των Αγίων Πάντων.
Ο Ι. Σούντας κρυβόταν μέχρι το 1950, τον τροφοδοτούσε κρυφά η αδελφή του. Παραδόθηκε στο στρατό, ακολούθησε εξορία στη Μακρόνησο, μετά ασχολήθηκε με το εμπόριο ρούχων με δόσεις, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, πέθανε στις 1 Αυγούστου 2010.
Ο Ι. Περδικάρης πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Λοκατζήδες στον Άγιο Βασίλη, ήταν 17 ετών. Στο πολεμικό πλοίο που μετέφερε, στις 26 Ιανουαρίου 1949, τους αιχμάλωτους από το Λεωνίδιο στο Ναύπλιο, τον έδεσαν με ένα συρματόσχοινο και τον πέταξαν στη θάλασσα. Τον έσερνε το πλοίο από το Λεωνίδιο μέχρι το Ναύπλιο, κατά άλλους τον πέταξαν στη θάλασσα για κάποιο διάστημα και μετά τον ανέσυραν. Επιβίωσε, έκανε οικογένεια και έμενε στο Άστρος, πέθανε πριν λίγα χρόνια.
Ο Χρήστος Αγλαμίσης ή Γαλής, από τον Κοσμά, πιάστηκε αιχμάλωτος από τον κυβερνητικό στρατό τον Αύγουστο 1950. Εκτελέστηκε με την αιτιολογία ότι αποπειράθηκε να δραπετεύσει.
Το κτίριο της Φάμπρικας
Το 1855, το δημοτικό συμβούλιο Λιμναίου Κυνουρίας, διώρισε πενταμελή επιτροπή για τη διενέργεια εράνου προς ανέγερση Ελληνικού και Δημοτικού σχολείου, όπου θα κατοικούν και 5 δάσκαλοι.
Με τη δημιουργία της επιτροπής οι κάτοικοι του Λεωνιδίου κατέβαλαν 4,000 δραχμές. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε το 1855, στο μέσο της κατασκευής εμφανίστηκαν διαφωνίες με το δήμαρχο Νικόλαο Οικονόμου και σταμάτησε προσωρινά η κατασκευή του κτιρίου. Ο αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης ήλθε στο Λεωνίδιο, εξωμάλυνε τις διαφωνίες και η οικοδομή τελειοποιήθηκε το 1859.
Τότε η κοίτη του δαφνώνα ήταν 10-12 μέτρα χαμηλότερη από ό,τι είναι σήμερα και υπήρχαν εκεί 5 μεγάλες δεξαμενές νερού. Το κτίριο λειτούργησε στην αρχή ως ελληνικό και δημοτικό σχολείο και ως δημαρχείο Λιμναίων.
Αναφορές
Τα σχετικά δημοσιεύματα για το κτίριο της Φάμπρικας και τη διοικητική εξέλιξη Λεωνιδίου, τα προμηθεύτηκα από το γραμματέα του δήμου κ. Κώστα Τροχάνη, τα γενεαλογικά της οικογένειας Κωστάκη, από τους Α. Κόκκορη και Ηλία Πουλέτσο, υπαλλήλους του δήμου Λεωνιδίου. Την ιστορία της οικογένειας Κωστάκη μου την περιέγραψε ο Γιάννης Κωστάκης, γιος του Απόστολου, που έχει ανθοπωλείο στην Αθήνα, κοντά στη βουλή των Ελλήνων.
Την ανατίναξη της Φάμπρικας μου την περιέγραψε ο Γιάννης Σούντας.Επίσης πληροφορίες επήρα από την Κούλα Φ. Γούσγουλα, τον Γιάννη Περδικάρη, τον Παναγιώτη Σαπουνάκη, το μηχανικό Ιωσήφ Κόκκορη, τον υπολοχαγό των ΛΟΚ που είχαν έλθει στο Λεωνίδιο και από τον Φίλιππα Βλάμη, που ήταν τότε τσοπανόπουλο στο Μερόχωρο.
Στρατής Κουνιάς Λεωνίδιο, 19 Οκτωβρίου 2010
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ