Του Παναγιώτη Τσαγγούρη . H Ελληνική Επανάσταση του ΄21 αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς του έθνους σε όλη την ιστορ...
H Ελληνική Επανάσταση του ΄21 αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς του έθνους σε όλη την ιστορική διαδρομή του. Ανέτρεψε την ιστορική ροή καταργώντας τη σκλαβιά που είχε διαρκέσει 400 ολόκληρα χρόνια.
Οι αγώνες του ελληνικού λαού είναι καταγεγραμμένοι στα ιστορικά βιβλία και άλλοι περιμένουν υπομονετικά. Και αυτό γιατί η αληθινή ιστορία του ’21 ολοκληρωμένη δεν έχει ακόμα γραφεί. Πλούσιο, αδούλευτο υλικό, όχι μόνο των ιστορικών, αλλά υλικό από επιστολές του καιρού εκείνου, αναμνήσεις αγωνιστών, έγγραφα, υλικό και απ’ αυτήν τη στοματική παράδοση, περιμένει τον άξιο δουλευτή που θα διώξει μέρος της ανακρίβειας και θα χαρίσει στις γενιές, σημερινές και μελλούμενες, το αληθινό ’21.
Βασιζόμενοι στη σωστή καταγραφή των ιστορικών γεγονότων επιχειρούμε μέσα από πρωτογενείς ιστορικές πηγές να αναδείξουμε την προσφορά των προγόνων μας, Τσακώνων στον αγώνα του ΄21. Δεν πρέπει όμως να κάνουμε το λάθος και να λησμονήσουμε την ουσία των επαναστατικών γεγονότων και από εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα να το υποβαθμίσουμε σε τοπικό κίνημα. Αντίθετα, στόχος μας είναι να εντάξουμε όλα αυτά τα γεγονότα στη θέση που τους αρμόζει στην ιστορία μας.
Θα ήταν ευτύχημα αν υπήρχαν μεγάλα απομνημονεύματα Τσακώνων Αγωνιστών που θα μας έδιναν από πρώτη πηγή τις πληροφορίες για τον αγώνα. Ατυχώς, μόνο μερικά σημειώματα του Γιαννάκη Σαραντάρη υπάρχουν, το αρχείο των Χατζηπαναγιωταίων, η ιστορική έκθεση του Εμμανουήλ Τσούχλου, η μεταγενέστερη "Λάκαινα", το χειρόγραφο του Μ. Δέφνερ και κάποια έγγραφα Τσακώνων Αγωνιστών της Επαρχίας Πραστού.
Σίγουρα ο ιστορικός ερευνητής κάποια στιγμή θα συγκεντρώσει τις ιστορικές πληροφορίες για την Επανάσταση του 21 στη Τσακωνιά θα τις συνθέσει και θα τις παρουσιάσει ως "Τσακώνικη Ιστορία του 21" .
H ημερομηνία της 25ης Μαρτίου (ημέρα θρησκευτική λόγω του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και συμβολική που συγκεντρώνει όλα τα προγενέστερα αυτής περιστατικά), με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών και πρωταγωνιστών της επανάστασης, γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1838 με πρωτοβουλία του Δημάρχου της Αθήνας ενώ η κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε επίσημα. Το ίδιο έτος, με Βασιλικό διάταγμα του Όθωνα καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος. Ως εθνική γιορτή καθιερώθηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α' μένοντας έτσι ως ορόσημο της Ελληνικής πανεθνικής παλιγγενεσίας.
Είναι γνωστό και ιστορικά αποδεδειγμένο πως τα επαναστατικά γεγονότα του 1821, ανακινήθηκαν με την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας) από 26 Ιανουαρίου έως και 30 του ίδιου μήνα . Εκεί από τον Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι και οι ιερείς, άκουσαν ότι οι πιθανότερες ημερομηνίες για την έναρξη της επανάστασης ήταν, είτε η 25η Μαρτίου, (ημέρα του Ευαγγελισμού), είτε η 23η Απριλίου, (του αγίου Γεωργίου), είτε η 29η Μαΐου, (ημέρα της άλωσης της Πόλης). Απ’ ότι όμως απεδείχθη εκ των υστέρων τα γεγονότα τους πρόλαβαν και η επανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα.
Η πρώτη πηγή στην οποία μνημονεύεται ότι η κήρυξη της Επανάστασης στο Λεωνίδιο έγινε στις 16/3/1821 είναι το ηρωικό έπος «Η Λάκαινα» του πρωτοπρεσβύτερου και δάσκαλου Θεόδωρου Οικονόμου που εκδόθηκε το 1859. Ο Οικονόμου ήταν γιος του Μιχάλη Οικονόμου, πολεμιστή του 1821 που σκοτώθηκε το 1822 στην Αγία Μαρίνα Λαμίας.
Ο ίδιος αναφέρει ότι το 1854 εκλήθη από τον Έπαρχο Κυνουρίας Κ.Χ. Δεληγιάννη να του εκθέσει οτιδήποτε ουσιώδες γνωρίζει για την ιστορία της περιοχής. Αυτό ήταν και το ερέθισμά του για να γράψει το παραπάνω ιστορικό ποίημα. Ομολογεί ότι το ποίημά του περιέχει πραγματικές ιστορίες που του διηγήθηκαν οι ίδιοι οι αγωνιστές με δάκρυα στα μάτια, και τις παρουσιάζει αμερόληπτα με όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα των Καπεταναίων και των πολεμιστών.
Δεύτερη πηγή είναι μια μελέτη του Μιχ. Δέφνερ. Το χειρόγραφο, αποτελούμενο από 14 σελίδες κόλλες αναφοράς, έχει τον τίτλο «Η δράσις των Τσακώνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν» και θεωρεί ως χρόνο έναρξης της επανάστασης στο Λενίδι τα μέσα περίπου Μαρτίου. Ο Δέφνερ κατά τις επισκέψεις του στο Λεωνίδιο το 1874 και 1875 είχε αναπτύξει φιλία με το Νικόλαο Αναγνώστη Ζωγράφο, ο οποίος γεννημένος το 1811 μπορούσε να ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στα συμβάντα της Ελληνικής Επανάστασης.
Στην προετοιμασία των Τσακώνων για την τελευταία και νικηφόρα επαναστατική ενέργεια συνετέλεσαν, εκτός από τα κατάλοιπα της παλιάς κλεφτουριάς του Πάρνωνα και οι ψυχωμένοι Τσάκωνες δάσκαλοι του Γένους Εμ. Τροχάνης και Παν. Μίχας καθώς και οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία φιλελεύθεροι Τσάκωνες όπως ο τότε επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος Παρδαλός, Θεόδωρος Γούλελος, Κωνσταντίνος Χατζηπαναγιώτης, Γιαννούλης και Δημήτρης Καραμάνος, Εμμ. Χατζηγεωργίου, Αναγνώστης Τροχάνης, Γεώργιος Μανολάκης ή Μιχαλάκης, Παπακυριακός, και άλλοι οι οποίοι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τους απεσταλμένους που έρχονταν διαδοχικά από το 1818 στην περιοχή. Ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Γεώργιος Πάνου, κουμπάρος του Κώστα Χατζηπαναγιώτη, καθώς είχε συνεταιρικά καράβια με τους Τσάκωνες, ερχόταν συχνά στην Τσακωνιά, μύησε το δάσκαλο Παν. Μίχα και το γιατρό Γιωργάκη Παπαδόπουλο, γαμπρό του Κώστα Χατζηπαναγιώτη. Ο Παπαδόπουλος μύησε άλλους Τσάκωνες καθώς και τον Αγιοπετρίτη Αναγνώστη Κοντάκη και φαίνεται πως έβαλε τον Κοντάκη να πρωτομιλήσει για συνωμοτική δράση στον προεστό Γιαννούλη Καραμάνο που αρχικά είχε αντιρρήσεις, Τελικά ο Καραμάνος μυήθηκε στην Εταιρεία. Οι Τσάκωνες Φιλικοί μεταλαμπάδευσαν την επαναστατική φλόγα και σε άλλους συγγενείς και φίλους, ώστε να περιμένουν όλοι με ανυπομονησία τη μεγάλη ώρα του ξεσηκωμού.
Μετά την άφιξη του Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο και τη μυστική συνέλευση των Φιλικών το Γενάρη του 1821 στη Βοστίτσα (Αίγιο), στην οποία δεν είχε πάει για άγνωστους λόγους ο Κοντάκης, έστειλαν οι συγκεντρωθέντες τον Ιερόθεο το Μεγασπηλιώτη σ’ όλη την Πελοπόννησο να γνωστοποιήσει τις μυστικές αποφάσεις. Στο Άστρος βρήκε τον Κοντάκη και, αφού τον ενημέρωσε, ήρθε στο Λενίδι, για να ανταμώσει το Γιαννούλη Καραμάνο, στις 13/2/1821.
Μετά από αυτό οι Τούρκοι οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη από καιρό να υποψιάζονται αυτονομιστικές επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων στη Πελοπόννησο, θέλησαν να παγιδεύσουν τις ηγετικές κεφαλές των Ελλήνων στην Τρίπολη, έτσι ώστε αυτοί να μείνουν χωρίς αρχηγούς.
Ο Χουρσίτ κάλεσε στην Τρίπολη μετά τις Απόκριες τους μεγάλους κληρικούς και προεστούς με την πρόφαση κάποιας σύσκεψης. Οι περισσότεροι από τους προσκληθέντες πήγαν στην Τρίπολη κι εκεί οι Τούρκοι τους κράτησαν ομήρους και ύστερα τους φυλάκισαν. Στον Καραμάνο στάλθηκαν δύο διαταγές. Αν και του σύστησαν να προσποιηθεί τον άρρωστο, αυτός προτίμησε να πάει εκεί, για να διασκεδάσει τις υποψίες των τουρκικών αρχών και να προλάβει ενδεχόμενες συμφορές για την επαρχία του. Από τον καζά (επαρχία) Αγίου Πέτρου και Πραστού ίσως είχαν προσκληθεί μόνο ο Αναγνώστης Κοντάκης και ο Γιαννούλης Καραμάνος, ως εκπρόσωποι του Αγίου Πέτρου και της Τσακωνιάς αντίστοιχα. Στις 02/3/21 ο Καραμάνος ήρθε με τον ταμία του στα Αγιαννίτικα Καλύβια (Μεσόγειο Άστρος) και, αν και μπορούσε να διαφύγει στις Σπέτσες, συνέχισε προς Τρίπολη, παρά τις επίμονες προσπάθειες των άλλων να τον μεταπείσουν. Ο Καραμάνος ζήτησε και από τον Κοντάκη να πάει, αλλά αυτός προτίμησε να μην τον ακολουθήσει, με το επιχείρημα ότι ήθελε να μαζέψει χρήματα από την επαρχία, για να τα στείλει στους Τούρκους. Μαζί με τον πρόκριτο της Θυρέας Πάνο Σαρηγιάννη μάζευαν χρήματα με τα οποία «εμπούκωναν», όπως λέει, τους Τούρκους, για να τους καθησυχάσουν, ενώ παράλληλα ετοίμαζαν όπλα και τροφές που αγόρασαν από τις Σπέτσες στέλνοντας εκεί τον Αντώνη Τερζάκη, κουνιάδο του Κοντάκη. Τα πολεμοφόδια αυτά τα μεταφέρανε νύχτα σε σπηλιά, 2½ ώρες μακριά από τον Πραστό, κατά το μοναστήρι της Έλωνας• μόνο το καλαμπόκι μεταφέρανε στον Άγιο Πέτρο, για να μη φαίνονται και να δικαιολογούνται οι διάφορες αυτές κινήσεις.
Η ομηρία των παραπάνω επιτάχυνε την έναρξη του Αγώνα, αν και οι φυλακισμένοι αναγκάστηκαν να στείλουν επιστολές στις πατρίδες τους και νουθεσίες στους άλλους προκρίτους, για να μη διασαλευτεί η τάξη. Όμως η απόφαση του Κανέλλου Δεληγιάννη, Σπηλιωτόπουλου και Παπαφλέσσα ότι δεν θα έπρεπε να αναβληθεί το κίνημα έστω και εάν έπεφταν τα κεφάλια των προεστών και δεσποτάδων στην Τρίπολη είχε παρθεί.
Έτσι λοιπόν στις 14 Μαρτίου 1821 χτυπήθηκαν οι Τούρκοι εισπράκτορες στο Αγρίδι Κλουκινών Καλαβρύτων από τον Νικόλαο Σολιώτη και την 16η Μαρτίου στην χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων από τους Χονδρογιανναίους, ενώ η κορύφωση των γεγονότων έγινε με την απελευθέρωση της πόλης των Καλαβρύτων στις 21 Μαρτίου, συνεχίστηκε με την μάχη των Πατρών στις 21 και 22 Μαρτίου, καθώς και η απελευθέρωση της Καλαμάτας την 23η Μαρτίου από τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τους Μανιάτες του Πετρόμπεη που κι’ αυτοί είχαν ξεκινήσει με ορκωμοσία από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821.
Εδώ θα πρέπει να συνδέσουμε την πληροφορία που μας δίνει η Λάκαινα αλλά και ο Δέφνερ. Ότι αρχές Μάρτη του 21, μετά από σύσκεψη παραγόντων της Τσακωνιάς στο Λενίδι, όπου παραχείμαζαν οι περισσότεροι Πραστιώτες ( ανέβαιναν στον Πραστό μετά το Πάσχα- ), στάλθηκε ο Νικόλαος Τριαντίνος, ένθερμος υποστηρικτής της επανάστασης στη Μάνη, στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, για να πάρει οδηγίες και να φέρει υπεύθυνες πληροφορίες. Επομένως ο Τριαντίνος επιστρέφει στο Λεωνίδιο για να μεταφέρει την είδηση του ξεσηκωμού, ενώ Πετρόμπεης-Κολοκοτρώνης- Παπαφλέσσας κατευθύνονται στην Καλαμάτα. Επιστρέφοντας από τη Μάνη ο Τριαντίνος συναντήθηκε στο Γύθειο με τον αποσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας Κωνσταντίνο Ράμφο που είχε μαζί του σημαίες και έφερνε οδηγίες και μετά από επίπονη πεζοπορία έφτασαν μαζί στο Λενίδι κατά τις 16/3 Καθώς οι Τριαντίνος και Ράμφος συνοδευόμενοι με φρουρούς κατηφόριζαν από το δρόμο των Τσιταλίων, ένας συνοδός τους πυροβόλησε στον αέρα υψώνοντας τη σημαία σ’ ένα μακρύ κοντάρι• έτσι δηλωνόταν η κήρυξη της Επανάστασης. Ανεμίζοντας τη σημαία απαγγέλλοντας επαναστατικά εμβατήρια προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης αλλά και ανείπωτου ενθουσιασμού στους Τσάκωνες.. Ζητωκραυγάζοντας έσπευσαν στη θέση Μαραθιά να τους προϋπαντήσουν, να τους αγγκαλιάσουν και να καμαρώσουν την πρώτη επαναστατική ελληνική σημαία. Η σημαία είχε ως σύμβολα ένα σταυρό στη μέση, ένα φίδι και πάνω του μία κουκουβάγια να τρυπάει το κεφάλι του.
Όλοι μαζί και με οδηγό τη σημαία, συγκεντρώθηκαν ενθουσιασμένοι στην εκκλησία του Λεωνιδίου, την Ευαγγελίστρια, όπου οι ιερείς, αφού έστησαν τη σημαία στο τέμπλο του ναού, ανέπεμψαν συγκινητική δέηση, για την ευόδωση του ιερού αγώνα και την ελευθερία της πατρίδας.
Όμως ανέκυψε πρόβλημα με την αρχηγία, δε συμφωνούσαν ποιος θα κρατούσε τη σημαία που την θεωρούσαν θεόσταλτη. Από το πλήθος άλλοι ήθελαν ως αρχηγό το Γούλελο, άλλοι τον Καραμάνο, άλλοι τον Κώστα Χατζηπαναγιώτη, άλλοι το κοινό των Τσακώνων κι άλλοι τον καπετάν Γιωργάκη Μανολάκη. Αποτέλεσμα της φιλονικίας ήταν να κόψουν τη σημαία σε 12 κομμάτια και να πάρει από ένα κάθε καπετάνιος, για να το φυλάξει ως κειμήλιο. Την πληροφορία αυτή δίνει η Λάκαινα αλλά και ο Δέφνερ.
Η φλόγα της επανάστασης είχε λαμπαδιάσει και τίποτα δεν ήταν δυνατό να τη σταματήσει. Στις 17/3 ο Γεώργιος Γούλελος με το Σαράντη συνέλαβαν τον Τούρκο τελώνη της Πλάκας μαζί με τη φρουρά. Συμβούλιο τοπικών παραγόντων επέλεξε τον Εμ. Κριμήτσο, άντρα τολμηρό, ειδήμονα και με πειθώ να ενημερώσει τους Σπετσιώτες για τα εδώ συμβάντα, να φέρει πολεμοφόδια και να τους παρακινήσει να εξεγερθούν ετοιμάζοντας τα πλοία τους. Στα ιστορικά των Σπετσών και της Υδρας αναφέρεται κάποιος Πέτρος Μαρκέζης Τσάκωνας ο οποίος είχε ξεσηκώσει το λαό και παρότι οι προύχοντες δεν ήθελαν να συμμετέχουν τελικά αναγκάστηκαν να πάρουν τα όπλα. Τις μέρες εκείνες ήρθε αποσταλμένος από τα Λαγκάδια ο γιος του προεστού Γιάννη Δεληγιάννη, Νικόλαος που συγκρότησε συμβούλιο στο σπίτι του Θόδωρου Γούλελου, στο οποίο παραβρέθηκαν οι επισημότεροι της πόλης και ρυθμίστηκαν όλα όσα αφορούσαν την επανάσταση και τις εκστρατείες. Ως απεσταλμένοι ήρθαν επίσης οι φιλικοί Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς), Ηλίας Χρυσοσπάθης και Χαράλαμπος Μάλης. Μετά την αναχώρησή τους έγινε γενική συνέλευση. Σ’ αυτήν, αφού έγινε διεξοδική ανταλλαγή απόψεων, αποφασίστηκε να πάρουν οι μάχιμοι τα όπλα και να συνεισφέρουν ο καθένας υλικά ανάλογα με τις δυνάμεις του. Εξέλεξαν και πενταμελή δημογεροντία από τους Γούλελο, Μερίκα, Τσικαλιώτη, Μίχα και Αρκουδάρη. Αυτή θα αποφάσιζε για εκστρατείες, στρατολογία, εράνους, διαχείριση χρημάτων και για την τάξη γενικά.
Την οπλαρχηγία ανέλαβαν ο Γεωργάκης Μανολάκης που ανήκε στην παράταξη του Γούλελου και ο ιατροχειρουργός Κώστας Χατζηπαναγιώτης που ανήκε στη μερίδα του προεστού Γιαννούλη Καραμάνου• σύντομα όμως ο Χατζηπαναγιώτης παραιτήθηκε εκουσίως από την οπλαρχηγία υπέρ του συγγενούς του Παναγιώτη Σαράντη. Οι δύο οπλαρχηγοί ετοίμασαν τις σημαίες τους που έφεραν πάνω το σταυρό και κάτω την επιγραφή Ελευθερία ή Θάνατος, συγκέντρωσαν από 250 έως 300 στρατιώτες ο καθένας και, προμηθεύτηκαν τροφές και πολεμοφόδια από δικά τους και από συνεισφορές. Ο καπετάν Γιωργάκης Μανολάκης με υπαρχηγό τον ανιψιό του Γεώργιο Γούλελο εξεστράτευσε για τη Μονεμβασιά, κατά το Δέφνερ, στις 18/3, κατ’ άλλους στις 20/3, αφού είχε επιστρέψει από τις Σπέτσες ο Εμ. Κριμήτσος, με όπλα, φάρμακα και τη χαρμόσυνη είδηση ότι έπεισε τους Σπετσιώτες να επαναστατήσουν. Κατά τη Λάκαινα το πλοίο από τις Σπέτσες έφερε όπλα μπαρούτη και 10.000 οκάδες αλεύρι. Έπειτα οι Τσάκωνες έφτιαξαν φυσέκια και κιβώτια για την αποθήκευσή τους, καθώς και παξιμάδια από τα αλεύρια. Ενώ ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον ξεσηκωμό ήρθε επιστολή από τον έγκλειστο στην Τρίπολη Γιαννούλη Καραμάνο που τους συμβούλεψε να μην επαναστατήσουν.(Είναι οι επιστολές που προαναφέραμε) Όμως δεν άλλαξαν γνώμη, αντίθετα πίστεψαν πως το γράμμα γράφτηκε κάτω από την πίεση των Τούρκων πασάδων.
Ο καπετάν Γεωργάκης, αποκαλούμενος Κολοκοτρώνης της Τσακωνιάς είναι η σπουδαιότερη αγωνιστική τσακώνικη μορφή και αναγνωρίστηκε αργότερα αξιωματικός Ε΄ τάξης, δηλαδή ταγματάρχης. Στο τάγμα του είχε αξιωματικούς, εκτός από τον υπαρχηγό Γεώργιο Γούλελο, το Νικόλαο Γκιόρα από την Καστάνιτσα, τους Γιαννάκη Σαραντάρη, Παναγιώτη Ρέπα Νικόλαο Χουλιαρά,(Κλένια) Εμ. Μπουγά, Νικόλαο Παναγιώτου, Γεώργιο Ανδρέου, Μιχαήλ Αρκουδάρη. Σημαιοφόρους, δηλαδή υπαξιωματικούς είχε το Νικόλαο Ρέπα και αργότερα το Δήμο Σμύρο και τον Ιωάννη Γεωργίτση ή Μπαριακτάρη. Στην πολιορκία της Μονεμβασιάς έλαβαν επίσης μέρος οι Παναγιώτης Ιω. Πολίτης, Νικόλαος Λ. Καρακλής, Κωνσταντίνος Εμ, Δ. Καραμάνος, Θεόδωρος Γ. Καλλιγάς, Πέτρος Θερμογιάννης, Μ. Μπουτσελάς(ανδραγάθησε), Γεώργιος Τσουκάτος, Κωνσταντίνος Μάνος ή Ρέμπελος, Κανάκης, Μαλέας, Μαλάτος ο μικρός, Θεόδωρος Γούλελος, Νικόλαος Γεωργίου Σαραντάρης, Μανόλης Τσούχλος ο οποίος αργότερα διετέλεσε διευθυντής της Αστυνομίας Αθήνας και βουλευτής Κυνουρίας. Επίσης πήραν μέρος Πάνος Δρεπανιάς από τον Κοσμά και Γιαννάκης Κόλλιας από την Κουνουπιά. Ο επικεφαλής του άλλου τάγματος Παναγιώτης Σαράντης εθεωρείτο ένας από τους γενναιότερους αξιωματικούς του αγώνα και αναγνωρίστηκε αξιωματικός Ε΄ τάξεως. Αξιωματικούς είχε το Θεόδωρο Πολίτη, το Δημήτριο Κουκούλη, τον αδελφό του, Νικόλαο Σαράντη. Σημαιοφόρους είχε τον Εμ. Γ. Δούνια και τον Εμ. Καλλιγά το Διάκονο του Σαχάνη και τον Ιωάννη Προβατάρη.
Στις 25/3 έγινε πάλι δοξολογία, κοινώνησαν οι στρατιώτες και μίλησε ένας ιερέας με πάθος για το μελλοντικό Αγώνα. Οι στρατιώτες αφού εξοπλίστηκαν, συγκεντρώθηκαν στη θέση Πύργος, η θέση αυτή είναι μάλλον η περιοχή γύρω από την πλατεία της 25ης Μαρτίου. Τα δύο τμήματα με επικεφαλής τον καπετάν Γιωργάκη και τον Κώστα Χατζηπαναγιώτη ασπάσθηκαν το Ευαγγέλιο, ενώ οι ιερείς ευλόγησαν τις σημαίες. Στη συνέχεια το τάγμα του καπετάν Γιωργάκη ξεκίνησε προς τη Μονεμβασιά, ενώ το τάγμα του Παναγιώτη Σαράντη προς Τρίπολη μέσω Σώπορου. Προανέφερα ότι κατά το Δέφνερ ο καπετάν Γιωργάκης ξεκίνησε για τη Μονεμβασιά στις 18/3, κατ’ αυτόν η πολιορκία της πόλης άρχισε πιεστικά από τις 25/3. κατά το Φωτάκο η πόλη πολιορκήθηκε μετά τις 25/3, αφού ο μητροπολίτης Έλους Άνθιμος ευλόγησε τις σημαίες των πολιορκητών και αφού ο καπετάν Γιωργάκης είχε φτάσει εκεί με 250 Τσάκωνες. 25/3 αναφέρει και η έκθεση του Εμμ. Τσούχλου ότι ξεκίνησαν οι Τσάκωνες. Κατά τη Λάκαινα στις 27/3 οι Τσάκωνες του καπετάν Γιωργάκη έφτασαν στο χωριό Άγιος Νικόλαος Μονεμβασιάς, όπου με πρωτοβουλία του οπλαρχηγού Κρανίδη πήραν τα πρώτα τουρκικά λάφυρα, αυτά ήταν κοπάδια αιγοπροβάτων και βοδιών για τον επισιτισμό του στρατού. Την άλλη μέρα 28/3 έφθασαν στην τοποθεσία Χρανάπα, απέναντι από τη Μονεμβασιά, όπου και περίμεναν τέσσερις μέρες, για να ενημερωθούν για την κατάσταση και για διαθέσεις των Τούρκων. Ο καπετάν Γιωργάκης έστειλε τον πεθερό του Αναγνώστη Τροχάνη στις Σπέτσες να ζητήσει βοήθεια με πλοία, την οποία και έλαβε αργότερα χάρη στην συμβολή του Χατζηπαναγιώτη, του Χατζηγεωργίου ή Κριμήτσου και του Κωνσταντίνου Τσικαλιώτη που είχαν επιρροή στους Σπετσιώτες λόγω των εμπορικών μεταξύ τους σχέσεων. Στο μεταξύ έφτασαν και άλλα στρατιωτικά τμήματα στη Μονεμβασιά οπότε οι πολιορκητές αναθάρρησαν κι έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση με εντολή, όπως φαίνεται, του καπετάν Γιωργάκη που αναχαιτίστηκε από τα πυρά των Τούρκων. Ο οπλαρχηγός Γερακάρης κατά τη Λάκαινα είπε ότι οι εχθροί ήταν άτρωτοι και ότι οι Έλληνες, αν δεν έφτιαχναν οχυρώματα, θα ήταν αδύνατο να λυγίσουν τους Τούρκους, κουβαλώντας πέτρες όλη νύχτα έφτιαξαν ταμπούρια, πίσω από τα οποία κρύβονταν οι στρατιώτες που πολεμούσαν εναλλάξ. Έτσι άρχισε τακτική η πολιορκία του σπουδαίου κάστρου που διήρκεσε μήνες. Στο διάστημα αυτό ήρθαν έξι πλοία (μπρίκια) από Σπέτσες και Ύδρα με τους Γεώργιο Πάνου, Ηλία Μπρέσκα και Πανταλέοντα Μπούμπουλη που έφεραν ενισχύσεις στους πολιορκητές. Μόλις πλησίασε το Πάσχα 10/4/21, οι στρατιώτες, προπαντός οι Μανιάτες ήθελαν να φύγουν και δημιουργήθηκε πρόβλημα για τη συνέχιση της πολιορκίας. Ο καπετάν Γιωργάκης και ο Γεώργιος Γούλελος προσπάθησαν επιχειρηματολογώντας να τους μεταπείσουν, αλλά μάταια. Μόνο ο Γερακάρης και ο Κρανίδης έμειναν με τους Τσάκωνες, για να συνεχίσουν την πολιορκία. Ενώ η πολιορκία συνεχιζόταν, ήρθαν πληροφορίες μέσω ενός γέροντα Λενιδιώτη για τη δράση του άλλου τμήματος των Τσακώνων που είχε πάει να κυκλώσει την καστρογυρισμένη Τριπολιτσά και βρισκόταν στο στρατόπεδο των Βερβένων. Εκεί 1.000 περίπου Τσάκωνες και Κυνουριείς φρουρούσαν άγρυπνα τη δίοδο προς την Κυνουρία, για να αναχαιτίσουν ενδεχόμενη εκστρατεία των Τούρκων προς αυτή.
Στη Μονεμβασιά κατά τη διάρκεια της πολιορκίας γίνονται συχνές συγκρούσεις σώμα με σώμα και σε μία από αυτές στις 10/7 ο Γεώρ. Γούλελος σκότωσε το Χασάν μπέη, όμως την ίδια στιγμή πυροβολήθηκε από το φρούριο θανάσιμα.
Σκοτώθηκαν επίσης οι Κωνσταντίνος Μάνος ή Ρέμπελος, Γεώργιος Τσουκάτος, Μαλάτος ο μικρός και άλλοι 12 στρατιώτες. Αφού έγινε ανταλλαγή νεκρών, ακολούθησε η ταφή τους με στρατιωτική παράταξη, ενώ ο καπετάν Γιωργάκης ακολουθούσε την πομπή οδυρόμενος. Τη σκηνή του ενταφιασμού ακολούθησε, κατά τη Λάκαινα, άλλη φρικιαστική στιγμή, κατά την οποία οι Τσάκωνες με προεξάρχοντες τους αγωνιστές Νικόλαο Ιατρού και Νικόλαο Καρακλή, τον Κουνουπιώτη καπετάνιο Γιαννάκη Κόλλια και το Μανιάτη γέροντα Γερακάρη επέπεσαν εναντίον Τούρκων αιχμαλώτων και τους κομμάτιασαν πάνω στους τάφους των προσφιλών τους νεκρών.
Οι Τούρκοι λόγω των μεγαλύτερων απωλειών που είχαν αλλά και της πείνας συνθηκολόγησαν και παρέδωσαν το κάστρο στις 23/7 ή κατ’ άλλους (το Δέφνερ) στις 21/7. Το κάστρο παραδόθηκε στον αντιπρόσωπο του αρχηγού Δημητρίου Υψηλάντη, πρίγκιπα Αλέξανδρο Κατακουζηνό που εμπιστεύθηκε τη διοίκηση στον καπετάν Γιωργάκη. Οι Έλληνες μπαίνοντας στη Μονεμβασιά έπεσαν στη συγκέντρωση των λαφύρων παραβιάζοντας τις γενόμενες συμφωνίες και σκοτώνοντας όσους εχθρούς έβρισκαν μπροστά τους. Η αποχώρηση του καπετάν Γιωργάκη από τη φρουραρχία της Μονεμβασιάς, την οποία άσκησε μόνο για δύο μέρες, εμφανίζεται από τη Λάκαινα ως δυσαρέσκεια για την αρπαγή λαφύρων από τους Σπετσιώτες. (Από τα 3 καράβια με λάφυρα που έστειλε στην Τσακωνιά , το ένα έφτασε) Όμως οι Τσάκωνες συναγωνιστές του καπετάνιου εμφανίζουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Κατά το Μανόλη Τσούχλο ο ενθουσιασμός για την πατρίδα ανάγκασε τους Τσάκωνες και τον καπετάν Γιωργάκη να μη θέλουν να μείνουν αργοί στο φρούριο κι αμέτοχοι στους άλλους επαναστατικούς αγώνες. Ο Γιαννάκης Σαραντάρης αλλά και ο Δέφνερ γράφουν ότι η αποχώρηση του καπετάνιου έγινε μετά από διαταγή του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και για να βρεθούν σύντομα στην Τρίπολη, έστειλε και το γιο του Γενναίο να τους συνοδέψει. Φεύγοντας ο οπλαρχηγός εμπιστεύθηκε το φρούριο στους πλοίαρχους Σπετσιώτες που διόρισαν φρούραρχο τον Τζανετάκο. Στις 10/8/21 το τάγμα του καπετάν Γιωργάκη μαζί με οπλαρχηγούς από τα Λυμποχώρια, συνολικά πάνω από 400 στρατιώτες και με τον Ιωάννη (Γενναίο ) Κολοκοτρώνη έφτασαν στα περίχωρα της Τριπολιτσάς στις Ρίζες. Εκεί ενώθηκαν με τα τμήματα του Παναγιώτη Σαράντη
Όμως θεωρώ ενδιαφέρον να αναφέρω ακριβώς την περιγραφή του Εμμ. Τσούχλου για την Άλωση της Τριπολιτσιάς αφού αποτελεί πρωτογενή πηγή εφόσον και ο ίδιος συμμετείχε σε αυτή:
Και ενώ όλα τα στρατεύματα ευρίσκοντο μακράν της πεδιάδος εκ του φρουρίου Τριπόλεως εστρατοπεδευμένα, και ο Κολοκοτρώνης εις το Γενικόν Στρατόπεδον των Τρικόρφων, εθεωρήσαμεν κατάλληλον θέσιν, δια να πλησιάσωμεν αυτό, εις θέσιν την ονομαζομένην Πηγάδι της Βιλιμής, απέναντι της Πύλης του Ναυπλίου , απέχουσαν μακράν μίαν βολήν κανονίου, όπου και εκάμαμεν τα οχυρώματά μας δι' όλης αυτής της νυκτός, έχοντες περίπου 2.000 εκ των επαρχιωτών μας εργάτας, τοσούτον ισχυρά, και εσωματώθημεν όλα τα στρατεύματα της Επαρχίας Πραστού και Αγίου Πέτρου, καθώς και πολλοί Τριπολιτσιώται εκ των χωρίων του κάμπου, έως 1.800 τον αριθμόν.
Την πρωίαν οι εν τω φρουρίω Τούρκοι, γενόμενοι έντρομοι, εξήλθον άπαντες και έγινεν μάχη τρομερά, και μη δυνηθέντες να μας βλάψωσιν, απεσύρθησαν κατησχυμένοι με μεγάλην ζημίαν των. Έκτοτε πλέον δεν εξήλθον του φρουρίου, αλλά καθ' ημέραν ημείς αρχίσαμεν να κάμνωμεν διαπραγματεύσεις, να αγοράζομεν όπλα και να κάνωμεν τοιαύτας ανακωχάς.
Εις την εποχήν αυτήν, γνωρίζοντες τον Γκέζαγα, υιόν του Σαρλή - Σάρτσα, Αλβανόν, όστις είχε σπαϊλίας τας προσόδους της πατρίδος μου, και το οποίον και εγνωρίζαμεν, έκάμαμεν συνεννόησιν μετ' αυτού δια να μας βγάλη τους σκλάβους Κοτσαμπασίδες και τους ζώντες Αρχιερείς, όπου και τους έβγαλαν, και ημείς συνενοηθέντες μετ' αυτού εμείναμεν σύμφωνοι, εάν παραδοθεί το φρούριον, να παραδοθεί εις ημάς μ' όσους ανθρώπους έχει και του εδώσαμεν λόγον να τον σώσουμεν και τον στείλωμεν εις τον πατέραν του. Μας έδωσε ευκολίαν και διέταξε τους ανθρώπους του, τους ευρισκόμενους εις την Ντάπια του Ναυπλίου, οσάκις παρουσιαζόμεθα πλησίον, να μη μας κτυπούν, αλλά να μας φέρουν όπλα από μέσα να αγοράζομεν.
Μεταξύ μας ήτον και ο συμπολίτης μας Εμμανουήλ Ντούνιας, όστις εγνώριζεν Νταγκαλάκηδες Τούρκους Ανατολίτας, οίτινες ήσαν και κανονιέρηδες. Μίαν των ημερών επλησιάσαμεν κάτωθι της Ντάπιας, έως 60 τον αριθμόν, πρακαλέσαμεν τους μένοντας εις Ντάπιαν Οθωμανούς να μας φέρουν όπλα ν' αγοράσωμεν υπό το πρόσχημα, οι Αλβανοί έστειλαν εντοπίους Τούρκους να μας φέρουν όπλα, και τότε ο Εμμανουήλ Ντούνιας και ολίγοι τινές ανέβησαν επάνω εις την Ντάπια με το πρόσχημα της ανακωχής, δια να τους φέρουσι όπλα, και ευθύς ώρμησαν και εθανάτωσαν τους εντοπίους, τους δε Αλβανούς παρέλεβε, χωρίς να τους πειράξουν, και ούτως έτρεξαν οι λοιποί πλησίον ευρισκόμενοι, έχοντες μαζί των και σχοινία έτοιμα, τα οποία έδεσαν στα κανόνια οι άνω ειρισκόμενοι και δι' αυτών ανέβησαν άπαντες οι 60, μεθ' ημών ήτο και ο Σπετζιώτης Αβραντίνης, όστις ήτον επιτηδειότατος κανονιέρης, και αμέσως έγιναν τα σημεία και ΄τρεξεν όλον το στρατόπεδόν μας με τας σημαίας.
Οι δε εν τη Ντάπια πρότερον εμβάντεν 60, έως να φθάση το λοιπόν στρατόπεδον, εγύρισαν τα κανόνια και πυροβολούσαν το Σαράγι, παρέλαβαν και την μεγάλην οικίαν του Μουσταφάμπεη, κειμένην πλησίον της Πύλης Ναυπλίας, και ούτως άνοιξαν την θύραν και εισήλθεν όλον το στρατόπεδον και τότε ΄τρεξαν και άνοιξαν την θύραν του Μιστρά, όπου τότε εισήλθε και το στρατόπεδον του Κεφάλα, και κατόπιν ώρμησαν και επήγαν κυνηγώντας του Τούρκους έως το Σαράγι, άνοιξαν και την πόρταν του Σαραγίου, εμβήκαν πολλοί στρατιώται μέσα, και εκεί συνεκροτήθη μάχη και έβαλαν πυρκαϋάν, και ακολούθως έγινε διαπραγμάτευσις, ελθόντος του αρχηγού Κολοκοτρώνην. Παρεδόθησαν δε εις ημάς και ο διαληφθείς Γκέζαγας, μετά των υπ' αυτόν 25 Αλβανών μετά των όπλων των, τον οποίον , κατά την υπόσχεσίν μας, αφού τον εφέραμεν εις Πραστόν και επεριποίθημεν τρέφοντες αυτούς δια πολύν καιρόν, δια να εύρωμεν ευκαιρίαν να τον αποστείλωμεν, τον απεστείλαμεν με όλους τους ανθρώπους του και τα όπλα των με μίαν Γολέταν, ήτις τον έβγαλεν εις τον Βόλον.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσιάς ο Γεωργάκης Μανολάκης και ο Παναγιώτης Σαράντης εξεστράτευσαν στο Ναύπλιο. Ο τουρκικός στόλος περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο, για να ανεφοδιάσει τους πολιορκούμενους στο Ναύπλιο Τούρκους. Οι οικογένειες των Σπετσιωτών λόγω της απειλούμενης απόβασης Τούρκων στο νησί τους πήγαν στην Ύδρα και στο Λενίδι, από τους Λενιδιώτες περίπου 300 στρατιώτες με αρχηγό τον Γιωργάκη Μανολάκη με συμμετοχή και του Γιαννούλη Καραμάνου μετέβησαν στις Σπέτσες για να τις υπερασπιστούν κατά ξηρά μαζί με τον Πάνο Κολοκοτρώνη* που βρέθηκε τυχαία εκεί, ενώ οι Σπετσιώτες και Υδραίοι με πλοία από τη θάλασσα. Ο Τούρκος ναύαρχος φοβούμενος τα στρατηγήματα των πυρπολητών νησιωτών έφυγε άπρακτος χωρίς να κατορθώσει να πάει τροφές στο Ναύπλιο, έτσι οι Τσάκωνες επανήλθαν στην πολιορκία του Ναυπλίου που παραδόθηκε στις 30/11/1822. Ενώ οι Τσάκωνες βρίσκονταν στην πολιορκία του Ναυπλίου, διατάχθηκαν από την Πελοποννησιακή Γερουσία να σπεύσουν στα Δερβενάκια για να αντιμετωπίσουν το Δράμαλη ερχόμενο στην Πελοπόννησο με 35..000 στρατό.
Κατά διαταγή του Κολοκοτρώνη έπρεπε να στηθεί φρουρά στο φρούριο του Άργους γιατί με την είσοδο του Δράμαλη στην Κόρινθο η Κυβέρνηση έχει φύγει από το Άργος και μεταφέρθηκε στους Μύλους. Μετά από αυτό στρατιώτες και κάτοικοι του Άργους διασκορπίστηκαν. Την ίδια νύχτα οι Τσάκωνες μαζί με Υψηλάντη, Πάνο Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη και Κρεβατά μπήκαν στο Φρούριο του Άργους. Το πρωί εξέρχονται από το φρούριο και αρχίζουν να καίνε τα σπαρτά και τα γεννήματα όπως προέβλεπε το σχέδιο. Όμως μέρους του ιππικού του Δράμαλη τους αναγκάζει μετά από μάχη στον Ξεριά ποταμό να κλειστούν ξανά στο φρούριο όπου τα ξημερώματα πολιορκείται από το σώμα του Δράμαλη. Τα πολεμοφόδια και οι τροφές λιγοστεύουν.
Η μαρτυρία του Εμμ. Τσούχλου είναι συγκλονιστική:
"Μετά ολίγας ημέρας ώρμησεν ο στρατηγός Πλαπούτας με 2000 περίπου από το μέρος της Άκοβας ερχόμενος προς βοήθειά μας, φέρων πολεμοφόδια και τροφάς.
Οι τούρκοι ώρμησαν κατ' αυτού και πεισματώδης εσυγκροτήθη μάχη, όπου εκινδύνευσε τότε ο Δημ. Υψηλάντης ευρισκόμενος μεθ' ημών εντός του φρουρίου και ο οποίος μας εξεφώνησε λογίδριον ενθουσιαστικόν και ούτως ενθουσιασθέντες άπαντες οι εν τω φρουρίω αφήσαμεν 200 ως φρουράν, οι δε λοιποί ορμήσαντες ως λέοντες και εκ του ενθουσιασμού , και εκ της απελπισίας ηναγκάσαμεν τον εχθρόν να αποσυρθεί με ζημίαν του, και τότε εισήλθε και ο Πλαπούτας εις το φρούριον μεθ' ημών. Έπειτα ασπασθέντες τον τελευταίον ασπασμόν, έγινε απόφασις δια να μένουν μόνον 800 διότι οι τροφαί δεν ήσαν ανάλογοι."
Η πολιορκία συνεχίζεται. Στις 17 Ιουλίου και ενώ τα πολεμοφόδια και οι τροφές έχουν πλέον τελειώσει ελληνικά στρατεύματα προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό και να σώσουν τους πολιορκημένους αλλά δυστυχώς αποτυγχάνουν. Αποφασίζεται ηρωική έξοδος.
"Προ της άλλης ημέρας, την νύκτα εστείλαμεν ένα των στρατιωτικών μας, όπως διαβάς από δύσβατον μέρος, χωρίς να τον εννοήσουν οι εχθροί, ειδοποιήσει τον στρατηγόν Κολοκοτρώνην ότι έχομεν απόφασιν την επομένην νύκτα να ορμήσωμεν κατά του εχθρού δια να εξέλθωμεν του φρουρίου. Ούτω την αυτήν νύκτα ελθόντες γύρωθεν τα Ελληνικά στρατεύματα, έδωσαν αίφνης το σημείον του πολέμου κατά των εχθρών, και ορμήσαντες και ημείς εκ του φρουρίου εξήλθομεν με τα ξίφη εις τας χείρας, εσχίσαμεν τον εχθρόν και εφθάσαμεν εις το Κεφαλάρι, μια ώρα μετά το μεσονύκτιον.
Τοιούτον είναι το ιστορικόν της πολιορκίας του φρουρίου του Άργους από του Δράμαλη."
Άλλη μία ηρωική έξοδος αυτοθυσίας και θάρρους που δεν έχει λάβει τη θέση της στη καταγραφή της ιστορίας.
Δέκα ημέρες μετά την καταστροφή του Δράμαλη και την οπισθοχώρησή του στην Κόρινθο ο Κολοκοτρώνης διατάζει να πολιορκήσουν τον Δράμαλη στην Κόρινθο. Με διαταγή του το σώμα του Πραστού και Αγίου Πέτρου τοποθετείται στην Κλένια, όπως και έγινε. Όμως τα οχυρώματα είναι σε πεδιάδα και τα δύο στρατόπεδα χωρισμένα και ευάλωτα στο ιππικό. Ο Κολοκοτρώνης τους συμβουλεύει αν δεχτούν επίθεση να μην πολεμήσουν και να οπισθοχωρήσουν για να ενωθούν με το υπόλοιπο σώμα στο Αγιονόρι . Όμως οι 300 Τσάκωνες ώς νέοι Σπαρτιάτες που φυλλάτουν θερμοπύλες αγνοούν την συμβουλή .
"Ενθαρρυνόμενοι από τα ισχυρά οχυρώματά μας , και από τον ενθουσιασμόν μας ως έχοντες πλήρη βεβαιότητα και πεποίθησιν , ότι τον εχθρόν θέλει τον νικήσωμεν , εμείναμεν."
Τα ξημερώματα δέχονται επίθεση από τον απομείναντα στρατό του Δράμαλη περίπου 10.000, και "πνέων πλέον εκδίκησιν, δι όσα υπέφερεν εις τας μάχας Ντερβενακίου και Κλεισούρας και θεωρών ημάς ολίγους ενόμισεν ότι θέλει μας παραλάβει με πρώτην έφοδον, αλλά ευρέθησαν απατημένοι." Η μάχες σκληρές σώμα με σώμα. Οπισθοχωρώντας προς Αγιονόρι δέχονται βοήθεια και από άλλα ελληνικά στρατεύματα και τρέπουν σε φυγή τους Τούρκους.
Η παρουσία των Τσακώνων καθ΄όλη τη διάρκεια της επανάστασης είναι σημαντική. Έδωσαν τη ζωή τους, τη περιουσία τους τα πάντα. Δεν υπέγραψαν και δεν προσκύνησαν ούτε τον πανίσχυρο Ιμπραήμ και το πλήρωσαν ακριβά. Η μητρόπολή τους ο Πραστός, γίνεται στάχτη από τους Τουρκοαιγυπτίους.
Δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν και συνεχίζουν να δίνουν τους αγώνες τους. Η ιστορία και το επίσημο κράτος τους αδίκησε, τους ξέχασε. Κάποιοι ιστορικοί που γράψανε κατά συμπάθεια η παραγγελία συνειδητά ή ασυνείδητα τους άφησαν στη λήθη.
Όμως εμείς οφείλουμε να παρουσιάζουμε την αλήθεια και να τη μεταφέρουμε στη νέα γενιά για να γνωρίζουν από που έρχονται και που πρέπει να πάνε.
Θεωρώ ότι είναι χρέος μας να αναδεικνύουμε τους αγώνες των προγόνων μας. Ένας τρόπος ανάδειξής τους είναι και η σημερινή μας εκδήλωση. Επίσης θα πρέπει κάποια στιγμή να επιδιώξουμε την παρουσία αντιπροσωπείας Τσακώνων, τόσο στην επέτειο για την "'Αλωση της Τριπολιτσιάς " όσο και στον εορτασμό για την απελευθέρωση της Μονεμβασιάς.
Οι αγώνες του ελληνικού λαού είναι καταγεγραμμένοι στα ιστορικά βιβλία και άλλοι περιμένουν υπομονετικά. Και αυτό γιατί η αληθινή ιστορία του ’21 ολοκληρωμένη δεν έχει ακόμα γραφεί. Πλούσιο, αδούλευτο υλικό, όχι μόνο των ιστορικών, αλλά υλικό από επιστολές του καιρού εκείνου, αναμνήσεις αγωνιστών, έγγραφα, υλικό και απ’ αυτήν τη στοματική παράδοση, περιμένει τον άξιο δουλευτή που θα διώξει μέρος της ανακρίβειας και θα χαρίσει στις γενιές, σημερινές και μελλούμενες, το αληθινό ’21.
Βασιζόμενοι στη σωστή καταγραφή των ιστορικών γεγονότων επιχειρούμε μέσα από πρωτογενείς ιστορικές πηγές να αναδείξουμε την προσφορά των προγόνων μας, Τσακώνων στον αγώνα του ΄21. Δεν πρέπει όμως να κάνουμε το λάθος και να λησμονήσουμε την ουσία των επαναστατικών γεγονότων και από εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα να το υποβαθμίσουμε σε τοπικό κίνημα. Αντίθετα, στόχος μας είναι να εντάξουμε όλα αυτά τα γεγονότα στη θέση που τους αρμόζει στην ιστορία μας.
Θα ήταν ευτύχημα αν υπήρχαν μεγάλα απομνημονεύματα Τσακώνων Αγωνιστών που θα μας έδιναν από πρώτη πηγή τις πληροφορίες για τον αγώνα. Ατυχώς, μόνο μερικά σημειώματα του Γιαννάκη Σαραντάρη υπάρχουν, το αρχείο των Χατζηπαναγιωταίων, η ιστορική έκθεση του Εμμανουήλ Τσούχλου, η μεταγενέστερη "Λάκαινα", το χειρόγραφο του Μ. Δέφνερ και κάποια έγγραφα Τσακώνων Αγωνιστών της Επαρχίας Πραστού.
Σίγουρα ο ιστορικός ερευνητής κάποια στιγμή θα συγκεντρώσει τις ιστορικές πληροφορίες για την Επανάσταση του 21 στη Τσακωνιά θα τις συνθέσει και θα τις παρουσιάσει ως "Τσακώνικη Ιστορία του 21" .
H ημερομηνία της 25ης Μαρτίου (ημέρα θρησκευτική λόγω του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και συμβολική που συγκεντρώνει όλα τα προγενέστερα αυτής περιστατικά), με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών και πρωταγωνιστών της επανάστασης, γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1838 με πρωτοβουλία του Δημάρχου της Αθήνας ενώ η κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε επίσημα. Το ίδιο έτος, με Βασιλικό διάταγμα του Όθωνα καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος. Ως εθνική γιορτή καθιερώθηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α' μένοντας έτσι ως ορόσημο της Ελληνικής πανεθνικής παλιγγενεσίας.
Είναι γνωστό και ιστορικά αποδεδειγμένο πως τα επαναστατικά γεγονότα του 1821, ανακινήθηκαν με την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας) από 26 Ιανουαρίου έως και 30 του ίδιου μήνα . Εκεί από τον Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι και οι ιερείς, άκουσαν ότι οι πιθανότερες ημερομηνίες για την έναρξη της επανάστασης ήταν, είτε η 25η Μαρτίου, (ημέρα του Ευαγγελισμού), είτε η 23η Απριλίου, (του αγίου Γεωργίου), είτε η 29η Μαΐου, (ημέρα της άλωσης της Πόλης). Απ’ ότι όμως απεδείχθη εκ των υστέρων τα γεγονότα τους πρόλαβαν και η επανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα.
Η πρώτη πηγή στην οποία μνημονεύεται ότι η κήρυξη της Επανάστασης στο Λεωνίδιο έγινε στις 16/3/1821 είναι το ηρωικό έπος «Η Λάκαινα» του πρωτοπρεσβύτερου και δάσκαλου Θεόδωρου Οικονόμου που εκδόθηκε το 1859. Ο Οικονόμου ήταν γιος του Μιχάλη Οικονόμου, πολεμιστή του 1821 που σκοτώθηκε το 1822 στην Αγία Μαρίνα Λαμίας.
Ο ίδιος αναφέρει ότι το 1854 εκλήθη από τον Έπαρχο Κυνουρίας Κ.Χ. Δεληγιάννη να του εκθέσει οτιδήποτε ουσιώδες γνωρίζει για την ιστορία της περιοχής. Αυτό ήταν και το ερέθισμά του για να γράψει το παραπάνω ιστορικό ποίημα. Ομολογεί ότι το ποίημά του περιέχει πραγματικές ιστορίες που του διηγήθηκαν οι ίδιοι οι αγωνιστές με δάκρυα στα μάτια, και τις παρουσιάζει αμερόληπτα με όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα των Καπεταναίων και των πολεμιστών.
Δεύτερη πηγή είναι μια μελέτη του Μιχ. Δέφνερ. Το χειρόγραφο, αποτελούμενο από 14 σελίδες κόλλες αναφοράς, έχει τον τίτλο «Η δράσις των Τσακώνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν» και θεωρεί ως χρόνο έναρξης της επανάστασης στο Λενίδι τα μέσα περίπου Μαρτίου. Ο Δέφνερ κατά τις επισκέψεις του στο Λεωνίδιο το 1874 και 1875 είχε αναπτύξει φιλία με το Νικόλαο Αναγνώστη Ζωγράφο, ο οποίος γεννημένος το 1811 μπορούσε να ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στα συμβάντα της Ελληνικής Επανάστασης.
Στην προετοιμασία των Τσακώνων για την τελευταία και νικηφόρα επαναστατική ενέργεια συνετέλεσαν, εκτός από τα κατάλοιπα της παλιάς κλεφτουριάς του Πάρνωνα και οι ψυχωμένοι Τσάκωνες δάσκαλοι του Γένους Εμ. Τροχάνης και Παν. Μίχας καθώς και οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία φιλελεύθεροι Τσάκωνες όπως ο τότε επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος Παρδαλός, Θεόδωρος Γούλελος, Κωνσταντίνος Χατζηπαναγιώτης, Γιαννούλης και Δημήτρης Καραμάνος, Εμμ. Χατζηγεωργίου, Αναγνώστης Τροχάνης, Γεώργιος Μανολάκης ή Μιχαλάκης, Παπακυριακός, και άλλοι οι οποίοι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τους απεσταλμένους που έρχονταν διαδοχικά από το 1818 στην περιοχή. Ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Γεώργιος Πάνου, κουμπάρος του Κώστα Χατζηπαναγιώτη, καθώς είχε συνεταιρικά καράβια με τους Τσάκωνες, ερχόταν συχνά στην Τσακωνιά, μύησε το δάσκαλο Παν. Μίχα και το γιατρό Γιωργάκη Παπαδόπουλο, γαμπρό του Κώστα Χατζηπαναγιώτη. Ο Παπαδόπουλος μύησε άλλους Τσάκωνες καθώς και τον Αγιοπετρίτη Αναγνώστη Κοντάκη και φαίνεται πως έβαλε τον Κοντάκη να πρωτομιλήσει για συνωμοτική δράση στον προεστό Γιαννούλη Καραμάνο που αρχικά είχε αντιρρήσεις, Τελικά ο Καραμάνος μυήθηκε στην Εταιρεία. Οι Τσάκωνες Φιλικοί μεταλαμπάδευσαν την επαναστατική φλόγα και σε άλλους συγγενείς και φίλους, ώστε να περιμένουν όλοι με ανυπομονησία τη μεγάλη ώρα του ξεσηκωμού.
Μετά την άφιξη του Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο και τη μυστική συνέλευση των Φιλικών το Γενάρη του 1821 στη Βοστίτσα (Αίγιο), στην οποία δεν είχε πάει για άγνωστους λόγους ο Κοντάκης, έστειλαν οι συγκεντρωθέντες τον Ιερόθεο το Μεγασπηλιώτη σ’ όλη την Πελοπόννησο να γνωστοποιήσει τις μυστικές αποφάσεις. Στο Άστρος βρήκε τον Κοντάκη και, αφού τον ενημέρωσε, ήρθε στο Λενίδι, για να ανταμώσει το Γιαννούλη Καραμάνο, στις 13/2/1821.
Μετά από αυτό οι Τούρκοι οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη από καιρό να υποψιάζονται αυτονομιστικές επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων στη Πελοπόννησο, θέλησαν να παγιδεύσουν τις ηγετικές κεφαλές των Ελλήνων στην Τρίπολη, έτσι ώστε αυτοί να μείνουν χωρίς αρχηγούς.
Ο Χουρσίτ κάλεσε στην Τρίπολη μετά τις Απόκριες τους μεγάλους κληρικούς και προεστούς με την πρόφαση κάποιας σύσκεψης. Οι περισσότεροι από τους προσκληθέντες πήγαν στην Τρίπολη κι εκεί οι Τούρκοι τους κράτησαν ομήρους και ύστερα τους φυλάκισαν. Στον Καραμάνο στάλθηκαν δύο διαταγές. Αν και του σύστησαν να προσποιηθεί τον άρρωστο, αυτός προτίμησε να πάει εκεί, για να διασκεδάσει τις υποψίες των τουρκικών αρχών και να προλάβει ενδεχόμενες συμφορές για την επαρχία του. Από τον καζά (επαρχία) Αγίου Πέτρου και Πραστού ίσως είχαν προσκληθεί μόνο ο Αναγνώστης Κοντάκης και ο Γιαννούλης Καραμάνος, ως εκπρόσωποι του Αγίου Πέτρου και της Τσακωνιάς αντίστοιχα. Στις 02/3/21 ο Καραμάνος ήρθε με τον ταμία του στα Αγιαννίτικα Καλύβια (Μεσόγειο Άστρος) και, αν και μπορούσε να διαφύγει στις Σπέτσες, συνέχισε προς Τρίπολη, παρά τις επίμονες προσπάθειες των άλλων να τον μεταπείσουν. Ο Καραμάνος ζήτησε και από τον Κοντάκη να πάει, αλλά αυτός προτίμησε να μην τον ακολουθήσει, με το επιχείρημα ότι ήθελε να μαζέψει χρήματα από την επαρχία, για να τα στείλει στους Τούρκους. Μαζί με τον πρόκριτο της Θυρέας Πάνο Σαρηγιάννη μάζευαν χρήματα με τα οποία «εμπούκωναν», όπως λέει, τους Τούρκους, για να τους καθησυχάσουν, ενώ παράλληλα ετοίμαζαν όπλα και τροφές που αγόρασαν από τις Σπέτσες στέλνοντας εκεί τον Αντώνη Τερζάκη, κουνιάδο του Κοντάκη. Τα πολεμοφόδια αυτά τα μεταφέρανε νύχτα σε σπηλιά, 2½ ώρες μακριά από τον Πραστό, κατά το μοναστήρι της Έλωνας• μόνο το καλαμπόκι μεταφέρανε στον Άγιο Πέτρο, για να μη φαίνονται και να δικαιολογούνται οι διάφορες αυτές κινήσεις.
Η ομηρία των παραπάνω επιτάχυνε την έναρξη του Αγώνα, αν και οι φυλακισμένοι αναγκάστηκαν να στείλουν επιστολές στις πατρίδες τους και νουθεσίες στους άλλους προκρίτους, για να μη διασαλευτεί η τάξη. Όμως η απόφαση του Κανέλλου Δεληγιάννη, Σπηλιωτόπουλου και Παπαφλέσσα ότι δεν θα έπρεπε να αναβληθεί το κίνημα έστω και εάν έπεφταν τα κεφάλια των προεστών και δεσποτάδων στην Τρίπολη είχε παρθεί.
Έτσι λοιπόν στις 14 Μαρτίου 1821 χτυπήθηκαν οι Τούρκοι εισπράκτορες στο Αγρίδι Κλουκινών Καλαβρύτων από τον Νικόλαο Σολιώτη και την 16η Μαρτίου στην χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων από τους Χονδρογιανναίους, ενώ η κορύφωση των γεγονότων έγινε με την απελευθέρωση της πόλης των Καλαβρύτων στις 21 Μαρτίου, συνεχίστηκε με την μάχη των Πατρών στις 21 και 22 Μαρτίου, καθώς και η απελευθέρωση της Καλαμάτας την 23η Μαρτίου από τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τους Μανιάτες του Πετρόμπεη που κι’ αυτοί είχαν ξεκινήσει με ορκωμοσία από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821.
Εδώ θα πρέπει να συνδέσουμε την πληροφορία που μας δίνει η Λάκαινα αλλά και ο Δέφνερ. Ότι αρχές Μάρτη του 21, μετά από σύσκεψη παραγόντων της Τσακωνιάς στο Λενίδι, όπου παραχείμαζαν οι περισσότεροι Πραστιώτες ( ανέβαιναν στον Πραστό μετά το Πάσχα- ), στάλθηκε ο Νικόλαος Τριαντίνος, ένθερμος υποστηρικτής της επανάστασης στη Μάνη, στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, για να πάρει οδηγίες και να φέρει υπεύθυνες πληροφορίες. Επομένως ο Τριαντίνος επιστρέφει στο Λεωνίδιο για να μεταφέρει την είδηση του ξεσηκωμού, ενώ Πετρόμπεης-Κολοκοτρώνης- Παπαφλέσσας κατευθύνονται στην Καλαμάτα. Επιστρέφοντας από τη Μάνη ο Τριαντίνος συναντήθηκε στο Γύθειο με τον αποσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας Κωνσταντίνο Ράμφο που είχε μαζί του σημαίες και έφερνε οδηγίες και μετά από επίπονη πεζοπορία έφτασαν μαζί στο Λενίδι κατά τις 16/3 Καθώς οι Τριαντίνος και Ράμφος συνοδευόμενοι με φρουρούς κατηφόριζαν από το δρόμο των Τσιταλίων, ένας συνοδός τους πυροβόλησε στον αέρα υψώνοντας τη σημαία σ’ ένα μακρύ κοντάρι• έτσι δηλωνόταν η κήρυξη της Επανάστασης. Ανεμίζοντας τη σημαία απαγγέλλοντας επαναστατικά εμβατήρια προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης αλλά και ανείπωτου ενθουσιασμού στους Τσάκωνες.. Ζητωκραυγάζοντας έσπευσαν στη θέση Μαραθιά να τους προϋπαντήσουν, να τους αγγκαλιάσουν και να καμαρώσουν την πρώτη επαναστατική ελληνική σημαία. Η σημαία είχε ως σύμβολα ένα σταυρό στη μέση, ένα φίδι και πάνω του μία κουκουβάγια να τρυπάει το κεφάλι του.
Όλοι μαζί και με οδηγό τη σημαία, συγκεντρώθηκαν ενθουσιασμένοι στην εκκλησία του Λεωνιδίου, την Ευαγγελίστρια, όπου οι ιερείς, αφού έστησαν τη σημαία στο τέμπλο του ναού, ανέπεμψαν συγκινητική δέηση, για την ευόδωση του ιερού αγώνα και την ελευθερία της πατρίδας.
Όμως ανέκυψε πρόβλημα με την αρχηγία, δε συμφωνούσαν ποιος θα κρατούσε τη σημαία που την θεωρούσαν θεόσταλτη. Από το πλήθος άλλοι ήθελαν ως αρχηγό το Γούλελο, άλλοι τον Καραμάνο, άλλοι τον Κώστα Χατζηπαναγιώτη, άλλοι το κοινό των Τσακώνων κι άλλοι τον καπετάν Γιωργάκη Μανολάκη. Αποτέλεσμα της φιλονικίας ήταν να κόψουν τη σημαία σε 12 κομμάτια και να πάρει από ένα κάθε καπετάνιος, για να το φυλάξει ως κειμήλιο. Την πληροφορία αυτή δίνει η Λάκαινα αλλά και ο Δέφνερ.
Η φλόγα της επανάστασης είχε λαμπαδιάσει και τίποτα δεν ήταν δυνατό να τη σταματήσει. Στις 17/3 ο Γεώργιος Γούλελος με το Σαράντη συνέλαβαν τον Τούρκο τελώνη της Πλάκας μαζί με τη φρουρά. Συμβούλιο τοπικών παραγόντων επέλεξε τον Εμ. Κριμήτσο, άντρα τολμηρό, ειδήμονα και με πειθώ να ενημερώσει τους Σπετσιώτες για τα εδώ συμβάντα, να φέρει πολεμοφόδια και να τους παρακινήσει να εξεγερθούν ετοιμάζοντας τα πλοία τους. Στα ιστορικά των Σπετσών και της Υδρας αναφέρεται κάποιος Πέτρος Μαρκέζης Τσάκωνας ο οποίος είχε ξεσηκώσει το λαό και παρότι οι προύχοντες δεν ήθελαν να συμμετέχουν τελικά αναγκάστηκαν να πάρουν τα όπλα. Τις μέρες εκείνες ήρθε αποσταλμένος από τα Λαγκάδια ο γιος του προεστού Γιάννη Δεληγιάννη, Νικόλαος που συγκρότησε συμβούλιο στο σπίτι του Θόδωρου Γούλελου, στο οποίο παραβρέθηκαν οι επισημότεροι της πόλης και ρυθμίστηκαν όλα όσα αφορούσαν την επανάσταση και τις εκστρατείες. Ως απεσταλμένοι ήρθαν επίσης οι φιλικοί Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς), Ηλίας Χρυσοσπάθης και Χαράλαμπος Μάλης. Μετά την αναχώρησή τους έγινε γενική συνέλευση. Σ’ αυτήν, αφού έγινε διεξοδική ανταλλαγή απόψεων, αποφασίστηκε να πάρουν οι μάχιμοι τα όπλα και να συνεισφέρουν ο καθένας υλικά ανάλογα με τις δυνάμεις του. Εξέλεξαν και πενταμελή δημογεροντία από τους Γούλελο, Μερίκα, Τσικαλιώτη, Μίχα και Αρκουδάρη. Αυτή θα αποφάσιζε για εκστρατείες, στρατολογία, εράνους, διαχείριση χρημάτων και για την τάξη γενικά.
Την οπλαρχηγία ανέλαβαν ο Γεωργάκης Μανολάκης που ανήκε στην παράταξη του Γούλελου και ο ιατροχειρουργός Κώστας Χατζηπαναγιώτης που ανήκε στη μερίδα του προεστού Γιαννούλη Καραμάνου• σύντομα όμως ο Χατζηπαναγιώτης παραιτήθηκε εκουσίως από την οπλαρχηγία υπέρ του συγγενούς του Παναγιώτη Σαράντη. Οι δύο οπλαρχηγοί ετοίμασαν τις σημαίες τους που έφεραν πάνω το σταυρό και κάτω την επιγραφή Ελευθερία ή Θάνατος, συγκέντρωσαν από 250 έως 300 στρατιώτες ο καθένας και, προμηθεύτηκαν τροφές και πολεμοφόδια από δικά τους και από συνεισφορές. Ο καπετάν Γιωργάκης Μανολάκης με υπαρχηγό τον ανιψιό του Γεώργιο Γούλελο εξεστράτευσε για τη Μονεμβασιά, κατά το Δέφνερ, στις 18/3, κατ’ άλλους στις 20/3, αφού είχε επιστρέψει από τις Σπέτσες ο Εμ. Κριμήτσος, με όπλα, φάρμακα και τη χαρμόσυνη είδηση ότι έπεισε τους Σπετσιώτες να επαναστατήσουν. Κατά τη Λάκαινα το πλοίο από τις Σπέτσες έφερε όπλα μπαρούτη και 10.000 οκάδες αλεύρι. Έπειτα οι Τσάκωνες έφτιαξαν φυσέκια και κιβώτια για την αποθήκευσή τους, καθώς και παξιμάδια από τα αλεύρια. Ενώ ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον ξεσηκωμό ήρθε επιστολή από τον έγκλειστο στην Τρίπολη Γιαννούλη Καραμάνο που τους συμβούλεψε να μην επαναστατήσουν.(Είναι οι επιστολές που προαναφέραμε) Όμως δεν άλλαξαν γνώμη, αντίθετα πίστεψαν πως το γράμμα γράφτηκε κάτω από την πίεση των Τούρκων πασάδων.
Ο καπετάν Γεωργάκης, αποκαλούμενος Κολοκοτρώνης της Τσακωνιάς είναι η σπουδαιότερη αγωνιστική τσακώνικη μορφή και αναγνωρίστηκε αργότερα αξιωματικός Ε΄ τάξης, δηλαδή ταγματάρχης. Στο τάγμα του είχε αξιωματικούς, εκτός από τον υπαρχηγό Γεώργιο Γούλελο, το Νικόλαο Γκιόρα από την Καστάνιτσα, τους Γιαννάκη Σαραντάρη, Παναγιώτη Ρέπα Νικόλαο Χουλιαρά,(Κλένια) Εμ. Μπουγά, Νικόλαο Παναγιώτου, Γεώργιο Ανδρέου, Μιχαήλ Αρκουδάρη. Σημαιοφόρους, δηλαδή υπαξιωματικούς είχε το Νικόλαο Ρέπα και αργότερα το Δήμο Σμύρο και τον Ιωάννη Γεωργίτση ή Μπαριακτάρη. Στην πολιορκία της Μονεμβασιάς έλαβαν επίσης μέρος οι Παναγιώτης Ιω. Πολίτης, Νικόλαος Λ. Καρακλής, Κωνσταντίνος Εμ, Δ. Καραμάνος, Θεόδωρος Γ. Καλλιγάς, Πέτρος Θερμογιάννης, Μ. Μπουτσελάς(ανδραγάθησε), Γεώργιος Τσουκάτος, Κωνσταντίνος Μάνος ή Ρέμπελος, Κανάκης, Μαλέας, Μαλάτος ο μικρός, Θεόδωρος Γούλελος, Νικόλαος Γεωργίου Σαραντάρης, Μανόλης Τσούχλος ο οποίος αργότερα διετέλεσε διευθυντής της Αστυνομίας Αθήνας και βουλευτής Κυνουρίας. Επίσης πήραν μέρος Πάνος Δρεπανιάς από τον Κοσμά και Γιαννάκης Κόλλιας από την Κουνουπιά. Ο επικεφαλής του άλλου τάγματος Παναγιώτης Σαράντης εθεωρείτο ένας από τους γενναιότερους αξιωματικούς του αγώνα και αναγνωρίστηκε αξιωματικός Ε΄ τάξεως. Αξιωματικούς είχε το Θεόδωρο Πολίτη, το Δημήτριο Κουκούλη, τον αδελφό του, Νικόλαο Σαράντη. Σημαιοφόρους είχε τον Εμ. Γ. Δούνια και τον Εμ. Καλλιγά το Διάκονο του Σαχάνη και τον Ιωάννη Προβατάρη.
Στις 25/3 έγινε πάλι δοξολογία, κοινώνησαν οι στρατιώτες και μίλησε ένας ιερέας με πάθος για το μελλοντικό Αγώνα. Οι στρατιώτες αφού εξοπλίστηκαν, συγκεντρώθηκαν στη θέση Πύργος, η θέση αυτή είναι μάλλον η περιοχή γύρω από την πλατεία της 25ης Μαρτίου. Τα δύο τμήματα με επικεφαλής τον καπετάν Γιωργάκη και τον Κώστα Χατζηπαναγιώτη ασπάσθηκαν το Ευαγγέλιο, ενώ οι ιερείς ευλόγησαν τις σημαίες. Στη συνέχεια το τάγμα του καπετάν Γιωργάκη ξεκίνησε προς τη Μονεμβασιά, ενώ το τάγμα του Παναγιώτη Σαράντη προς Τρίπολη μέσω Σώπορου. Προανέφερα ότι κατά το Δέφνερ ο καπετάν Γιωργάκης ξεκίνησε για τη Μονεμβασιά στις 18/3, κατ’ αυτόν η πολιορκία της πόλης άρχισε πιεστικά από τις 25/3. κατά το Φωτάκο η πόλη πολιορκήθηκε μετά τις 25/3, αφού ο μητροπολίτης Έλους Άνθιμος ευλόγησε τις σημαίες των πολιορκητών και αφού ο καπετάν Γιωργάκης είχε φτάσει εκεί με 250 Τσάκωνες. 25/3 αναφέρει και η έκθεση του Εμμ. Τσούχλου ότι ξεκίνησαν οι Τσάκωνες. Κατά τη Λάκαινα στις 27/3 οι Τσάκωνες του καπετάν Γιωργάκη έφτασαν στο χωριό Άγιος Νικόλαος Μονεμβασιάς, όπου με πρωτοβουλία του οπλαρχηγού Κρανίδη πήραν τα πρώτα τουρκικά λάφυρα, αυτά ήταν κοπάδια αιγοπροβάτων και βοδιών για τον επισιτισμό του στρατού. Την άλλη μέρα 28/3 έφθασαν στην τοποθεσία Χρανάπα, απέναντι από τη Μονεμβασιά, όπου και περίμεναν τέσσερις μέρες, για να ενημερωθούν για την κατάσταση και για διαθέσεις των Τούρκων. Ο καπετάν Γιωργάκης έστειλε τον πεθερό του Αναγνώστη Τροχάνη στις Σπέτσες να ζητήσει βοήθεια με πλοία, την οποία και έλαβε αργότερα χάρη στην συμβολή του Χατζηπαναγιώτη, του Χατζηγεωργίου ή Κριμήτσου και του Κωνσταντίνου Τσικαλιώτη που είχαν επιρροή στους Σπετσιώτες λόγω των εμπορικών μεταξύ τους σχέσεων. Στο μεταξύ έφτασαν και άλλα στρατιωτικά τμήματα στη Μονεμβασιά οπότε οι πολιορκητές αναθάρρησαν κι έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση με εντολή, όπως φαίνεται, του καπετάν Γιωργάκη που αναχαιτίστηκε από τα πυρά των Τούρκων. Ο οπλαρχηγός Γερακάρης κατά τη Λάκαινα είπε ότι οι εχθροί ήταν άτρωτοι και ότι οι Έλληνες, αν δεν έφτιαχναν οχυρώματα, θα ήταν αδύνατο να λυγίσουν τους Τούρκους, κουβαλώντας πέτρες όλη νύχτα έφτιαξαν ταμπούρια, πίσω από τα οποία κρύβονταν οι στρατιώτες που πολεμούσαν εναλλάξ. Έτσι άρχισε τακτική η πολιορκία του σπουδαίου κάστρου που διήρκεσε μήνες. Στο διάστημα αυτό ήρθαν έξι πλοία (μπρίκια) από Σπέτσες και Ύδρα με τους Γεώργιο Πάνου, Ηλία Μπρέσκα και Πανταλέοντα Μπούμπουλη που έφεραν ενισχύσεις στους πολιορκητές. Μόλις πλησίασε το Πάσχα 10/4/21, οι στρατιώτες, προπαντός οι Μανιάτες ήθελαν να φύγουν και δημιουργήθηκε πρόβλημα για τη συνέχιση της πολιορκίας. Ο καπετάν Γιωργάκης και ο Γεώργιος Γούλελος προσπάθησαν επιχειρηματολογώντας να τους μεταπείσουν, αλλά μάταια. Μόνο ο Γερακάρης και ο Κρανίδης έμειναν με τους Τσάκωνες, για να συνεχίσουν την πολιορκία. Ενώ η πολιορκία συνεχιζόταν, ήρθαν πληροφορίες μέσω ενός γέροντα Λενιδιώτη για τη δράση του άλλου τμήματος των Τσακώνων που είχε πάει να κυκλώσει την καστρογυρισμένη Τριπολιτσά και βρισκόταν στο στρατόπεδο των Βερβένων. Εκεί 1.000 περίπου Τσάκωνες και Κυνουριείς φρουρούσαν άγρυπνα τη δίοδο προς την Κυνουρία, για να αναχαιτίσουν ενδεχόμενη εκστρατεία των Τούρκων προς αυτή.
Στη Μονεμβασιά κατά τη διάρκεια της πολιορκίας γίνονται συχνές συγκρούσεις σώμα με σώμα και σε μία από αυτές στις 10/7 ο Γεώρ. Γούλελος σκότωσε το Χασάν μπέη, όμως την ίδια στιγμή πυροβολήθηκε από το φρούριο θανάσιμα.
Σκοτώθηκαν επίσης οι Κωνσταντίνος Μάνος ή Ρέμπελος, Γεώργιος Τσουκάτος, Μαλάτος ο μικρός και άλλοι 12 στρατιώτες. Αφού έγινε ανταλλαγή νεκρών, ακολούθησε η ταφή τους με στρατιωτική παράταξη, ενώ ο καπετάν Γιωργάκης ακολουθούσε την πομπή οδυρόμενος. Τη σκηνή του ενταφιασμού ακολούθησε, κατά τη Λάκαινα, άλλη φρικιαστική στιγμή, κατά την οποία οι Τσάκωνες με προεξάρχοντες τους αγωνιστές Νικόλαο Ιατρού και Νικόλαο Καρακλή, τον Κουνουπιώτη καπετάνιο Γιαννάκη Κόλλια και το Μανιάτη γέροντα Γερακάρη επέπεσαν εναντίον Τούρκων αιχμαλώτων και τους κομμάτιασαν πάνω στους τάφους των προσφιλών τους νεκρών.
Οι Τούρκοι λόγω των μεγαλύτερων απωλειών που είχαν αλλά και της πείνας συνθηκολόγησαν και παρέδωσαν το κάστρο στις 23/7 ή κατ’ άλλους (το Δέφνερ) στις 21/7. Το κάστρο παραδόθηκε στον αντιπρόσωπο του αρχηγού Δημητρίου Υψηλάντη, πρίγκιπα Αλέξανδρο Κατακουζηνό που εμπιστεύθηκε τη διοίκηση στον καπετάν Γιωργάκη. Οι Έλληνες μπαίνοντας στη Μονεμβασιά έπεσαν στη συγκέντρωση των λαφύρων παραβιάζοντας τις γενόμενες συμφωνίες και σκοτώνοντας όσους εχθρούς έβρισκαν μπροστά τους. Η αποχώρηση του καπετάν Γιωργάκη από τη φρουραρχία της Μονεμβασιάς, την οποία άσκησε μόνο για δύο μέρες, εμφανίζεται από τη Λάκαινα ως δυσαρέσκεια για την αρπαγή λαφύρων από τους Σπετσιώτες. (Από τα 3 καράβια με λάφυρα που έστειλε στην Τσακωνιά , το ένα έφτασε) Όμως οι Τσάκωνες συναγωνιστές του καπετάνιου εμφανίζουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Κατά το Μανόλη Τσούχλο ο ενθουσιασμός για την πατρίδα ανάγκασε τους Τσάκωνες και τον καπετάν Γιωργάκη να μη θέλουν να μείνουν αργοί στο φρούριο κι αμέτοχοι στους άλλους επαναστατικούς αγώνες. Ο Γιαννάκης Σαραντάρης αλλά και ο Δέφνερ γράφουν ότι η αποχώρηση του καπετάνιου έγινε μετά από διαταγή του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και για να βρεθούν σύντομα στην Τρίπολη, έστειλε και το γιο του Γενναίο να τους συνοδέψει. Φεύγοντας ο οπλαρχηγός εμπιστεύθηκε το φρούριο στους πλοίαρχους Σπετσιώτες που διόρισαν φρούραρχο τον Τζανετάκο. Στις 10/8/21 το τάγμα του καπετάν Γιωργάκη μαζί με οπλαρχηγούς από τα Λυμποχώρια, συνολικά πάνω από 400 στρατιώτες και με τον Ιωάννη (Γενναίο ) Κολοκοτρώνη έφτασαν στα περίχωρα της Τριπολιτσάς στις Ρίζες. Εκεί ενώθηκαν με τα τμήματα του Παναγιώτη Σαράντη
Όμως θεωρώ ενδιαφέρον να αναφέρω ακριβώς την περιγραφή του Εμμ. Τσούχλου για την Άλωση της Τριπολιτσιάς αφού αποτελεί πρωτογενή πηγή εφόσον και ο ίδιος συμμετείχε σε αυτή:
Και ενώ όλα τα στρατεύματα ευρίσκοντο μακράν της πεδιάδος εκ του φρουρίου Τριπόλεως εστρατοπεδευμένα, και ο Κολοκοτρώνης εις το Γενικόν Στρατόπεδον των Τρικόρφων, εθεωρήσαμεν κατάλληλον θέσιν, δια να πλησιάσωμεν αυτό, εις θέσιν την ονομαζομένην Πηγάδι της Βιλιμής, απέναντι της Πύλης του Ναυπλίου , απέχουσαν μακράν μίαν βολήν κανονίου, όπου και εκάμαμεν τα οχυρώματά μας δι' όλης αυτής της νυκτός, έχοντες περίπου 2.000 εκ των επαρχιωτών μας εργάτας, τοσούτον ισχυρά, και εσωματώθημεν όλα τα στρατεύματα της Επαρχίας Πραστού και Αγίου Πέτρου, καθώς και πολλοί Τριπολιτσιώται εκ των χωρίων του κάμπου, έως 1.800 τον αριθμόν.
Την πρωίαν οι εν τω φρουρίω Τούρκοι, γενόμενοι έντρομοι, εξήλθον άπαντες και έγινεν μάχη τρομερά, και μη δυνηθέντες να μας βλάψωσιν, απεσύρθησαν κατησχυμένοι με μεγάλην ζημίαν των. Έκτοτε πλέον δεν εξήλθον του φρουρίου, αλλά καθ' ημέραν ημείς αρχίσαμεν να κάμνωμεν διαπραγματεύσεις, να αγοράζομεν όπλα και να κάνωμεν τοιαύτας ανακωχάς.
Εις την εποχήν αυτήν, γνωρίζοντες τον Γκέζαγα, υιόν του Σαρλή - Σάρτσα, Αλβανόν, όστις είχε σπαϊλίας τας προσόδους της πατρίδος μου, και το οποίον και εγνωρίζαμεν, έκάμαμεν συνεννόησιν μετ' αυτού δια να μας βγάλη τους σκλάβους Κοτσαμπασίδες και τους ζώντες Αρχιερείς, όπου και τους έβγαλαν, και ημείς συνενοηθέντες μετ' αυτού εμείναμεν σύμφωνοι, εάν παραδοθεί το φρούριον, να παραδοθεί εις ημάς μ' όσους ανθρώπους έχει και του εδώσαμεν λόγον να τον σώσουμεν και τον στείλωμεν εις τον πατέραν του. Μας έδωσε ευκολίαν και διέταξε τους ανθρώπους του, τους ευρισκόμενους εις την Ντάπια του Ναυπλίου, οσάκις παρουσιαζόμεθα πλησίον, να μη μας κτυπούν, αλλά να μας φέρουν όπλα από μέσα να αγοράζομεν.
Μεταξύ μας ήτον και ο συμπολίτης μας Εμμανουήλ Ντούνιας, όστις εγνώριζεν Νταγκαλάκηδες Τούρκους Ανατολίτας, οίτινες ήσαν και κανονιέρηδες. Μίαν των ημερών επλησιάσαμεν κάτωθι της Ντάπιας, έως 60 τον αριθμόν, πρακαλέσαμεν τους μένοντας εις Ντάπιαν Οθωμανούς να μας φέρουν όπλα ν' αγοράσωμεν υπό το πρόσχημα, οι Αλβανοί έστειλαν εντοπίους Τούρκους να μας φέρουν όπλα, και τότε ο Εμμανουήλ Ντούνιας και ολίγοι τινές ανέβησαν επάνω εις την Ντάπια με το πρόσχημα της ανακωχής, δια να τους φέρουσι όπλα, και ευθύς ώρμησαν και εθανάτωσαν τους εντοπίους, τους δε Αλβανούς παρέλεβε, χωρίς να τους πειράξουν, και ούτως έτρεξαν οι λοιποί πλησίον ευρισκόμενοι, έχοντες μαζί των και σχοινία έτοιμα, τα οποία έδεσαν στα κανόνια οι άνω ειρισκόμενοι και δι' αυτών ανέβησαν άπαντες οι 60, μεθ' ημών ήτο και ο Σπετζιώτης Αβραντίνης, όστις ήτον επιτηδειότατος κανονιέρης, και αμέσως έγιναν τα σημεία και ΄τρεξεν όλον το στρατόπεδόν μας με τας σημαίας.
Οι δε εν τη Ντάπια πρότερον εμβάντεν 60, έως να φθάση το λοιπόν στρατόπεδον, εγύρισαν τα κανόνια και πυροβολούσαν το Σαράγι, παρέλαβαν και την μεγάλην οικίαν του Μουσταφάμπεη, κειμένην πλησίον της Πύλης Ναυπλίας, και ούτως άνοιξαν την θύραν και εισήλθεν όλον το στρατόπεδον και τότε ΄τρεξαν και άνοιξαν την θύραν του Μιστρά, όπου τότε εισήλθε και το στρατόπεδον του Κεφάλα, και κατόπιν ώρμησαν και επήγαν κυνηγώντας του Τούρκους έως το Σαράγι, άνοιξαν και την πόρταν του Σαραγίου, εμβήκαν πολλοί στρατιώται μέσα, και εκεί συνεκροτήθη μάχη και έβαλαν πυρκαϋάν, και ακολούθως έγινε διαπραγμάτευσις, ελθόντος του αρχηγού Κολοκοτρώνην. Παρεδόθησαν δε εις ημάς και ο διαληφθείς Γκέζαγας, μετά των υπ' αυτόν 25 Αλβανών μετά των όπλων των, τον οποίον , κατά την υπόσχεσίν μας, αφού τον εφέραμεν εις Πραστόν και επεριποίθημεν τρέφοντες αυτούς δια πολύν καιρόν, δια να εύρωμεν ευκαιρίαν να τον αποστείλωμεν, τον απεστείλαμεν με όλους τους ανθρώπους του και τα όπλα των με μίαν Γολέταν, ήτις τον έβγαλεν εις τον Βόλον.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσιάς ο Γεωργάκης Μανολάκης και ο Παναγιώτης Σαράντης εξεστράτευσαν στο Ναύπλιο. Ο τουρκικός στόλος περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο, για να ανεφοδιάσει τους πολιορκούμενους στο Ναύπλιο Τούρκους. Οι οικογένειες των Σπετσιωτών λόγω της απειλούμενης απόβασης Τούρκων στο νησί τους πήγαν στην Ύδρα και στο Λενίδι, από τους Λενιδιώτες περίπου 300 στρατιώτες με αρχηγό τον Γιωργάκη Μανολάκη με συμμετοχή και του Γιαννούλη Καραμάνου μετέβησαν στις Σπέτσες για να τις υπερασπιστούν κατά ξηρά μαζί με τον Πάνο Κολοκοτρώνη* που βρέθηκε τυχαία εκεί, ενώ οι Σπετσιώτες και Υδραίοι με πλοία από τη θάλασσα. Ο Τούρκος ναύαρχος φοβούμενος τα στρατηγήματα των πυρπολητών νησιωτών έφυγε άπρακτος χωρίς να κατορθώσει να πάει τροφές στο Ναύπλιο, έτσι οι Τσάκωνες επανήλθαν στην πολιορκία του Ναυπλίου που παραδόθηκε στις 30/11/1822. Ενώ οι Τσάκωνες βρίσκονταν στην πολιορκία του Ναυπλίου, διατάχθηκαν από την Πελοποννησιακή Γερουσία να σπεύσουν στα Δερβενάκια για να αντιμετωπίσουν το Δράμαλη ερχόμενο στην Πελοπόννησο με 35..000 στρατό.
Κατά διαταγή του Κολοκοτρώνη έπρεπε να στηθεί φρουρά στο φρούριο του Άργους γιατί με την είσοδο του Δράμαλη στην Κόρινθο η Κυβέρνηση έχει φύγει από το Άργος και μεταφέρθηκε στους Μύλους. Μετά από αυτό στρατιώτες και κάτοικοι του Άργους διασκορπίστηκαν. Την ίδια νύχτα οι Τσάκωνες μαζί με Υψηλάντη, Πάνο Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη και Κρεβατά μπήκαν στο Φρούριο του Άργους. Το πρωί εξέρχονται από το φρούριο και αρχίζουν να καίνε τα σπαρτά και τα γεννήματα όπως προέβλεπε το σχέδιο. Όμως μέρους του ιππικού του Δράμαλη τους αναγκάζει μετά από μάχη στον Ξεριά ποταμό να κλειστούν ξανά στο φρούριο όπου τα ξημερώματα πολιορκείται από το σώμα του Δράμαλη. Τα πολεμοφόδια και οι τροφές λιγοστεύουν.
Η μαρτυρία του Εμμ. Τσούχλου είναι συγκλονιστική:
"Μετά ολίγας ημέρας ώρμησεν ο στρατηγός Πλαπούτας με 2000 περίπου από το μέρος της Άκοβας ερχόμενος προς βοήθειά μας, φέρων πολεμοφόδια και τροφάς.
Οι τούρκοι ώρμησαν κατ' αυτού και πεισματώδης εσυγκροτήθη μάχη, όπου εκινδύνευσε τότε ο Δημ. Υψηλάντης ευρισκόμενος μεθ' ημών εντός του φρουρίου και ο οποίος μας εξεφώνησε λογίδριον ενθουσιαστικόν και ούτως ενθουσιασθέντες άπαντες οι εν τω φρουρίω αφήσαμεν 200 ως φρουράν, οι δε λοιποί ορμήσαντες ως λέοντες και εκ του ενθουσιασμού , και εκ της απελπισίας ηναγκάσαμεν τον εχθρόν να αποσυρθεί με ζημίαν του, και τότε εισήλθε και ο Πλαπούτας εις το φρούριον μεθ' ημών. Έπειτα ασπασθέντες τον τελευταίον ασπασμόν, έγινε απόφασις δια να μένουν μόνον 800 διότι οι τροφαί δεν ήσαν ανάλογοι."
Η πολιορκία συνεχίζεται. Στις 17 Ιουλίου και ενώ τα πολεμοφόδια και οι τροφές έχουν πλέον τελειώσει ελληνικά στρατεύματα προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό και να σώσουν τους πολιορκημένους αλλά δυστυχώς αποτυγχάνουν. Αποφασίζεται ηρωική έξοδος.
"Προ της άλλης ημέρας, την νύκτα εστείλαμεν ένα των στρατιωτικών μας, όπως διαβάς από δύσβατον μέρος, χωρίς να τον εννοήσουν οι εχθροί, ειδοποιήσει τον στρατηγόν Κολοκοτρώνην ότι έχομεν απόφασιν την επομένην νύκτα να ορμήσωμεν κατά του εχθρού δια να εξέλθωμεν του φρουρίου. Ούτω την αυτήν νύκτα ελθόντες γύρωθεν τα Ελληνικά στρατεύματα, έδωσαν αίφνης το σημείον του πολέμου κατά των εχθρών, και ορμήσαντες και ημείς εκ του φρουρίου εξήλθομεν με τα ξίφη εις τας χείρας, εσχίσαμεν τον εχθρόν και εφθάσαμεν εις το Κεφαλάρι, μια ώρα μετά το μεσονύκτιον.
Τοιούτον είναι το ιστορικόν της πολιορκίας του φρουρίου του Άργους από του Δράμαλη."
Άλλη μία ηρωική έξοδος αυτοθυσίας και θάρρους που δεν έχει λάβει τη θέση της στη καταγραφή της ιστορίας.
Δέκα ημέρες μετά την καταστροφή του Δράμαλη και την οπισθοχώρησή του στην Κόρινθο ο Κολοκοτρώνης διατάζει να πολιορκήσουν τον Δράμαλη στην Κόρινθο. Με διαταγή του το σώμα του Πραστού και Αγίου Πέτρου τοποθετείται στην Κλένια, όπως και έγινε. Όμως τα οχυρώματα είναι σε πεδιάδα και τα δύο στρατόπεδα χωρισμένα και ευάλωτα στο ιππικό. Ο Κολοκοτρώνης τους συμβουλεύει αν δεχτούν επίθεση να μην πολεμήσουν και να οπισθοχωρήσουν για να ενωθούν με το υπόλοιπο σώμα στο Αγιονόρι . Όμως οι 300 Τσάκωνες ώς νέοι Σπαρτιάτες που φυλλάτουν θερμοπύλες αγνοούν την συμβουλή .
"Ενθαρρυνόμενοι από τα ισχυρά οχυρώματά μας , και από τον ενθουσιασμόν μας ως έχοντες πλήρη βεβαιότητα και πεποίθησιν , ότι τον εχθρόν θέλει τον νικήσωμεν , εμείναμεν."
Τα ξημερώματα δέχονται επίθεση από τον απομείναντα στρατό του Δράμαλη περίπου 10.000, και "πνέων πλέον εκδίκησιν, δι όσα υπέφερεν εις τας μάχας Ντερβενακίου και Κλεισούρας και θεωρών ημάς ολίγους ενόμισεν ότι θέλει μας παραλάβει με πρώτην έφοδον, αλλά ευρέθησαν απατημένοι." Η μάχες σκληρές σώμα με σώμα. Οπισθοχωρώντας προς Αγιονόρι δέχονται βοήθεια και από άλλα ελληνικά στρατεύματα και τρέπουν σε φυγή τους Τούρκους.
Η παρουσία των Τσακώνων καθ΄όλη τη διάρκεια της επανάστασης είναι σημαντική. Έδωσαν τη ζωή τους, τη περιουσία τους τα πάντα. Δεν υπέγραψαν και δεν προσκύνησαν ούτε τον πανίσχυρο Ιμπραήμ και το πλήρωσαν ακριβά. Η μητρόπολή τους ο Πραστός, γίνεται στάχτη από τους Τουρκοαιγυπτίους.
Δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν και συνεχίζουν να δίνουν τους αγώνες τους. Η ιστορία και το επίσημο κράτος τους αδίκησε, τους ξέχασε. Κάποιοι ιστορικοί που γράψανε κατά συμπάθεια η παραγγελία συνειδητά ή ασυνείδητα τους άφησαν στη λήθη.
Όμως εμείς οφείλουμε να παρουσιάζουμε την αλήθεια και να τη μεταφέρουμε στη νέα γενιά για να γνωρίζουν από που έρχονται και που πρέπει να πάνε.
Θεωρώ ότι είναι χρέος μας να αναδεικνύουμε τους αγώνες των προγόνων μας. Ένας τρόπος ανάδειξής τους είναι και η σημερινή μας εκδήλωση. Επίσης θα πρέπει κάποια στιγμή να επιδιώξουμε την παρουσία αντιπροσωπείας Τσακώνων, τόσο στην επέτειο για την "'Αλωση της Τριπολιτσιάς " όσο και στον εορτασμό για την απελευθέρωση της Μονεμβασιάς.
* Ομιλία του διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου κ. Παναγιώτη Τσαγγούρη από την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 16/3/2014 για την Έναρξη της Επαναστάσεως των Τσακώνων στο Λεωνίδιο την 16η Μαρτίου 1821.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ